Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.226 εγγραφές [3891 - 3900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευνομία η [evnomía] Ο25 : η ύπαρξη δίκαιων νόμων και η ορθή εφαρμογή τους.
[λόγ. < αρχ. εὐνομία]
- ευνομούμαι [evnomúme] Ρ10.9β : για πολιτεία που διοικείται σωστά, στην οποία ισχύουν και εφαρμόζονται δίκαιοι νόμοι, συνήθ. στη μπε.: Σε κανένα ευνομούμενο κράτος δεν είναι αποδεκτή η αυτοδικία.
[λόγ. < αρχ. εὐνομοῦμαι]
- ευνοούμενος -η -ο [evnoúmenos] Ε5 : που έχει την εύνοια, την προστασία, την προνομιακή μεταχείριση ή την προτίμηση ανθρώπου ή ανθρώπων που διαθέτουν κάποια ισχύ: Είναι ο ~ υπάλληλος του διευθυντή. Ορισμένοι μαθητές είναι οι ευνοούμενοι του καθηγητή. Tο φετινό καλοκαίρι η ευνοούμενη χώρα από τους τουρίστες είναι η Ελλάδα. || (ως ουσ.) ο ευνοούμενος: Όλοι οι ευνοούμενοι του προϊσταμένου πήραν προαγω γή. || (μτφ.): ~ της τύχης, τυχερός. || (στο διεθνές δίκαιο) ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, συμβατική υποχρέωση ενός κράτους απέναντι σε ένα άλλο, να του παρέχει εμπορικά πλεονεκτήματα μεγαλύτερα από ό,τι έχει παραχωρήσει ή θα παραχωρήσει σε ένα τρίτο κράτος. || (ειδικότ., ως ουσ.) η ευνοουμένη, αρσ. ευνοούμενος, ερωμένη ή ερωμένος ηγεμόνα που ασκούσε επιρροή και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση του κράτους: Οι ευνοούμενες των Γάλλων βασιλιάδων διοικούσαν από τα παρασκήνια. Ο Ορλώφ ήταν ~ της Mεγάλης Aικατερίνης.
[λόγ. μπε. < αρχ. εὐνοῶ `έχω ευνοϊκή διάθεση΄, εὐνοοῦμαι `είμαι αγαπητός΄ μτφρδ. γαλλ. favori ή ιταλ. favorito]
- ευνουχίζω [evnuxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(κυρίως για άτομο αντρικού φύλου) αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, με αποτέλεσμα τη στειρότητα και την απώλεια των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου. || αφαιρώ από ένα ζώο τους όρχεις, για να γίνει κατάλληλο για οικονομική εκμετάλλευση. 2. (μτφ., μειωτ.) αφαιρώ από κπ. το δυναμισμό που φυσιολογικά πρέπει να τον χαρακτηρίζει: H εκπαίδευση μπορεί να καλλιεργήσει ή να ευνουχίσει την παιδική δημιουργικότητα. Λαός ευνουχισμένος και ανίκανος να αντιδράσει.
[λόγ. < ελνστ. εὐνουχίζω]
- ευνουχισμός ο [evnuxizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευνουχίζω. 1. αφαίρεση ή καταστροφή των γεννητικών αδένων, κυρίως σε άρρενα άτομα ή σε αρσενικά ζώα. 2. (μτφ., μειωτ.) απώλεια του δυναμισμού, των φυσικών δυνατοτήτων ενός ατόμου, που οφείλεται κυρίως σε αρνητικές παρεμβάσεις.
[λόγ. < ελνστ. εὐνουχισμός]
- ευνουχοϊδισμός ο [evnuxoiδizmós] Ο17 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή λειτουργία των γεννητικών αδένων.
[λόγ. < διεθ. eunuchoid- < αρχ. εὐνουχοειδ(ής) `σαν ευνούχος΄ -ism = -ισμός]
- ευνούχος ο [evnúxos] Ο18 : 1.άντρας από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί ή καταστραφεί οι όρχεις, όταν αυτός βρισκόταν στην προεφηβική ηλικία. || (ειδικότ.) ευνουχισμένος άντρας που υπηρετούσε ως φύλακας χαρεμιού. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει χάσει το δυναμισμό του.
[λόγ. < αρχ. εὐνοῦχος]
- ευνοώ [evnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. ευνοούμενος* : 1α.δείχνω την εύνοιά μου σε κπ., τον υποστηρίζω στην επίτευξη των στόχων του, προνομιακά ή χαριστικά: Στις προαγωγές ευνοήθηκε εις βάρος άλλων συναδέλφων του. || (μτφ.): H χώρα μας είναι ευνοημένη από τη φύση. Λαός ευνοημένος από την τύχη. β. για κτ. που βοηθάει, εξυπηρετεί ή συμφέρει κπ.: Aναβάλαμε την εκδρομή μας, γιατί ο καιρός δε μας ευνόησε. Tο φορολογικό σύστημα ευνοεί τους χαμηλόμισθους. γ. υποστηρίζω, προτιμώ κτ.: Ο υπουργός δε φαίνεται να ευνοεί τη λύση που του προτείνουμε. 2. για κτ. που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί, να ευδοκιμήσει κτ.: H υγρασία ευνοεί την ανάπτυξη μυκήτων. Tα ψυχρά κλίματα δεν ευνοούν την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών. Οι σημερινές συνθήκες ευνοούν το εξαγωγικό εμπόριο.
[λόγ. < αρχ. εὐνοῶ `έχω ευνοϊκή διάθεση΄ & σημδ. γαλλ. favoriser]
- ευοδώνω [evoδóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : για εγχείρημα που έχει ομαλή εξέλιξη και αίσια έκβαση: Ελπίζουμε να ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις. Εύχομαι να ευοδωθούν τα σχέδιά σου. Ο Θεός ας ευοδώσει τις προσπάθειές σου.
[λόγ. < ελνστ. εὐοδ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `βοηθώ καθ΄ οδόν΄]
- ευόδωση η [evóδosi] Ο33 : αίσια, επιτυχής έκβαση: Εύχομαι την ~ του έργου σου. Δε θα επιτρέψουμε την ~ των σχεδίων του αντιπάλου μας.
[λόγ. < ελνστ. εὐόδω(σις) -ση]