Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δακρυσμένος -η -ο [δakrizménos] Ε3 μππ. του δακρύζω : που κυλούν δάκρυα από τα μάτια του: Ήταν διαρκώς δακρυσμένη.
δακρυσμένα ΕΠIΡΡ με δακρυσμένα μάτια: Mε κοίταξε ~. [μππ. του δακρύζω]