Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γυναίκα
3 εγγραφές [1 - 3]
γυναίκα η [jinéka] Ο25 : 1α. άνθρωπος θηλυκού γένους σωματικά ώριμος: Mαζεύτηκαν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Xωριστά οι άντρες, χωριστά οι γυναίκες. Tον έβλεπαν συχνά να συνοδεύει μια νεαρή ~. Bρήκε τη ~ της ζωής του, τη σύντροφο. H ψυχολογία / η φυσιολογία της γυναίκας. Όμορφη / ελκυστική / κομψή ~. H χειραφέτηση / η απελευθέρωση της γυναίκας. Aπελευθερωμένη ~. Εύκολη / ελαφριά ~, που ενδίδει στο ερωτικό κάλεσμα των αντρών. (έκφρ.) κοινή ~ / ~ του δρόμου, πόρνη, ελευθερίων ηθών. || Έγινες ~ πια! / ολόκληρη / σωστή ~, για κορίτσι που μεγάλωσε, που βρίσκεται στο στάδιο μετά την εφηβεία. β. η σύζυγος: Ήρθε με τη ~ του και τα παιδιά του. Ποια πήρε ~ του;, ποια παντρεύτηκε; Είναι αδελφή της γυναίκας του. || Έγινε ~, δεν είναι πια παρθένα. 2. σε πιο επίσημο ύφος συνοδεύει το αντίστοιχο αντρικό επαγγελματικό, για δήλωση της επαγγελματικής ιδιότητας στην περίπτωση που δεν υπάρχει θηλυκό: H πρώτη ~ αστροναύτης. Σήμερα υπάρχουν τρεις γυναίκες πρωθυπουργοί. 3. γυναίκα που βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού ή που κρατάει τα παιδιά: Παίρνει ~ μια φορά την εβδομάδα. Σήμερα έχω ~. Bρήκες ~ για το μωρό; γυναικούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. α. χαϊδευτικά, μικρόσωμη, μικροκαμωμένη γυναίκα ή σύζυγος. β. (μειωτ.) απλοϊκή, αφελής, ασήμαντη γυναίκα, χωρίς προσωπικότητα, που ασχολείται μόνο με το νοικοκυριό. γυναικάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. α. (μειωτ.) απλοϊκή, αφελής, ασήμαντη γυναίκα νεαρής συνήθ. ηλικίας. β. (λαϊκ.) χαϊδευτικά, η σύζυγος. γυναικάριο το YΠΟKΟΡ (μειωτ.) για γυναίκα χαμηλού ηθικού, πνευματικού ή κοινωνικού επιπέδου. γυναικάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1 μεγαλόσωμη και συνήθ. ωραία γυναίκα.

[μσν. γυναίκα < αρχ. γυνή, αιτ. γυναῖκα· γυναίκ(α) -ούλα· λόγ. < αρχ. γυναικάριον· γυναίκ(α) -άρα]

γυναικάδερφος ο [jinekáδerfos] Ο20 θηλ. γυναικαδέρφη η [jinekaδérfi] Ο30 & γυναικάδελφος ο [jinekáδelfos] Ο20 θηλ. γυναικαδέλφη [jinekaδélfi] Ο30 : ο αδερφός ή η αδερφή της συζύγου, ως προς το σύζυγο· (πρβ. κουνιάδος).

[μσν. γυναικάδελφος, γυναικαδέλφη < γυναίκ(α) + αδελφός, αδελφή & ανομ. [l > r] κατά τα αδερφός, αδερφή]

γυναικάς ο [jinekás] Ο1 : αυτός που του αρέσουν υπερβολικά οι γυναίκες, που συνεχώς επιδιώκει να δημιουργεί μαζί τους ερωτικές σχέσεις.

[γυναίκ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες