Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Bαβέλ η [vavél] Ο (άκλ.) : στη ΦΡ ο πύργος της ~, για περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας ή γλωσσικής σύγχυσης.
[λόγ. < ελνστ. Βαβέλ `σύγχυση΄ < εβρ. τοπων. Bābēl σημδ. ιταλ. torre di Babele]