Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αυτοματοποίηση*
1 εγγραφή
αυτοματοποίηση η [aftomatopíisi] Ο33 : μετατροπή μηχανισμού, λειτουργίας κτλ. σε αυτόματο· η εισαγωγή της χρήσης αυτόματων μηχανών: H πλήρης ~ της παραγωγής ενός προϊόντος.

[λόγ. αυτοματοποιη- (αυτοματοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες