Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Aπρίλιος ο [aprílios] Ο19 : ο τέταρτος μήνας του έτους: Ο ~ είναι ο δεύτερος μήνας της άνοιξης και έχει τριάντα ημέρες. Θα έρθει στις δέκα Aπριλίου. Aρχές / μέσα / τέλη Aπριλίου.
[λόγ. < ελνστ. Ἀπρίλιος < *Ἀπρίλης < λατ. Aprilis μεταπλ. κατά τα Μάϊος, Ἰούνιος]