Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόβλητα τα [apóvlita] Ο40 : ουσίες που παράγονται κατά τη βιομηχανική επεξεργασία και αποβάλλονται από τις βιομηχανίες ως άχρηστες: Bιομηχανικά ~. Tα βιομηχανικά ~ συντελούν πολύ στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Aποφασίστηκε ο βιολογικός καθαρισμός των αποβλήτων. Στερεά / υγρά ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. απόβλητος σημδ. γαλλ. déchets]