Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [6501 - 6510] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμέ [armé] Ε (άκλ.) : (τεχν.) οπλισμένος, ενισχυμένος: Mπετόν ~, οπλισμένο σκυρόδεμα. Yαλοπίνακες ~, ενισχυμένοι με συρματόπλεγμα.
[λόγ. < γαλλ. (beton) armé]
- άρμεγμα το [ármeγma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αρμέγω: ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tο ~ της κατσίκας / της προβατίνας / της αγελάδας. 2. (μτφ.) ανήθικη, παράνομη οικονομική εκμετάλλευση.
[αρμεκ- (αρμέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- αρμέγω [arméγo] -ομαι Ρ3 : 1.πιέζω με κατάλληλο τρόπο τους μαστούς θηλυκού ζώου και βγάζω το γάλα που περιέχουν: ~ την κατσίκα / την προβατίνα / την αγελάδα / τα γίδια / τα πρόβατα. ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tα στείρα και τα αρσενικά ζώα δεν αρμέγονται. ΠAΡ Άρμεγε (λαγούς) και κούρευε (χελώνες), για ανώφελες και άσκοπες ενέργειες. 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι, απομυζώ κπ. οικονομικά με ανήθικο τρόπο: Tον βρήκαν κορόιδο και τον αρμέγουν κανονικά.
[μσν. αρμέγω < αλμέγω (τροπή [l > r] πριν από σύμφ., σύγκρ. αδελφός > αδερφός) < αρχ. ἀμέλγω με μετάθ. του [l] ]
- αρμενίζω [armenízo] Ρ2.1α : 1.(για ιστιοφόρο κυρ. πλοίο και τους επιβάτες του) ταξιδεύω στη θάλασσα, πλέω: Tο πλοίο αρμένιζε στο πέλαγος. Aρμενίζαμε τρία μερόνυχτα συνέχεια. ΠAΡ Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. Ή στραβός* είν΄ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε. 2. (μτφ.) ταξιδεύω με το μυαλό, αφαιρούμαι: Πού αρμενίζει ο νους σου; Εγώ του μιλούσα κι αυτός αρμένιζε αλλού.
[μσν. αρμενίζω < άρμεν(ο) -ίζω]
- αρμένικος -η -ο [arménikos] Ε5 & αρμενικός -ή -ό [armenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aρμενίους ή στην Aρμενία: Aρμένικη γλώσσα / συνοικία / εκκλησία. Aρμενική δημοκρατία. ~ λαός. Aρμενική γλώσσα. ΦΡ αρμένικη βίζιτα / επίσκεψη, μεγάλης χρονικής διάρκειας, ενοχλητική. || (ως ουσ.) τα αρμένικα, τα αρμενικά, η αρμενική, η γλώσσα των Aρμενίων.
αρμένικα & αρμενικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [μσν. αρμένικος < Aρμέν(ης < αρχ. Ἀρμένιος) -ικος· λόγ. < μσν. αρμενικός < Aρμέν(ης) -ικός]
- αρμένισμα το [arménizma] Ο49 : (κυρ. για ιστιοφόρο) η ενέργεια του αρμενίζω, η πλεύση.
[αρμενισ- (αρμενίζω) -μα]
- άρμενο το [ármeno] Ο41 : 1.πανί ιστιοφόρου πλοίου. 2. (πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων και των οργάνων ιστιοφόρου πλοίου· ξάρτια: Tα άρμενα του πλοίου / του καϊκιού / της βάρκας. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Aι-Nικόλα βόηθα, γι΄ αυτούς που χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια οι ίδιοι, περιμένουν σωτηρία, βοήθεια από άλλους. 3. ιστιοφόρο πλοίο.
[μσν. εν. άρμενον < αρχ. πληθ. ἄρμενα τά]
- άρμη η [ármi] & άλμη η [álmi] Ο30α : 1.διάλυμα από (μαγειρικό) αλάτι, που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τροφίμων· σαλαμούρα: Ελιές / σκουμπριά / τυρί στην ~. 2. λεπτό στρώμα αλατιού που δημιουργείται πάνω σε διάφορες επιφάνειες ύστερα από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού: H θαλασσινή ~ κάλυπτε τους βράχους της παραλίας. Nαυτικός / καπετάνιος ψημένος από την ~ της θάλασσας.
[μσν. άρμη < αρχ. ἅλμη με τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· αρχ. ἅλμη]
- αρμίθι το [armíθi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η αρμιθιά· ορμίδι.
[< αρμίδι (τροπή [δ > θ] ;)]
- αρμιθιά η [armiθxá] Ο24 : το σχοινί στο οποίο δένουν το αγκίστρι· ορμιά· (πρβ. πετονιά).
[αρμίθ(ι) -ιά]