Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
204 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φωνία [fonía] : β' συνθετικό σε παρασύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. (μουσ.) α. τη χαρακτηριστική ιδιότητα της φωνής που συνεπάγεται το αντίστοιχο ουσιαστικό σε -φωνος3: βαθυ~, μεσο~. β. το μουσικό κομμάτι που εκτελείται με την ταυτόχρονη συνήχηση των μελωδικών γραμμών που εκφράζει το α' συνθετικό: μονο~, δι~, τετρα~. 2. επικοινωνία με το αντίστοιχο μέσο σε -φωνο: ραδιο~, τηλε~. 3. σε παραγω γή με προθήματα: δια~, παρα~, συμ~.
[λόγ. < αρχ. -φωνία < -φων(ῶ) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δια-φωνία, συμ-φωνία `αρμονία ήχων΄ & διεθ. -phonia < αρχ. -φωνία: ορθο-φωνία, ραδιο-φωνία < γαλλ. orthophonie, radiophonie]
- -φωνο [fono] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που αποτελούν την ονομασία μηχανημάτων, συσκευών που χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή ή τη μετάδοση του ήχου: γραμμό~, μαγνητό~, με γά~, μικρό~, ραδιό~, τηλέ~. || σε μουσικά όργανα: σαξό~, ξυλό~.
[λόγ. < διεθ. -phone < αρχ. -φωνος ως β' συνθ.: σαξό-φωνο < γαλλ. saxophone, ραδιό-φωνο < αγγλ. radiophone]
- -φωνος -η -ο [fonos] : το ουσ. φωνή ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα. 1. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο σύνολο ατόμων ή την περιοχή που κατοικούν από τη γλώσσα που μιλούν και την οποία δηλώνει το α' συνθετικό, ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι κύρια ή μητρική τους γλώσσα: αγγλό~, αλβανό~, γαλλό~, ελληνό~, σλαβό~, τουρκό~. || για πανεπιστήμιο κτλ. στο οποίο η διδασκαλία των μαθημάτων γίνεται στη γλώσσα που εκφράζει το α' συνθετικό: αγγλόφω-νο πανεπιστήμιο. 2. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο πρόσωπο από την ποιότητα, τον τόνο κτλ. της φωνής του: καλλί~, μεγαλό~, χαμηλό~. || σε παραγωγή: εύ~. 3. (μουσ.) α. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει αυτόν που η φωνή του χαρακτηρίζεται από το ύψος του τόνου που εκφράζεται με το α' συνθετικό: βαθύ~, μεσό~, υψί~. β. χαρακτηρίζει το μουσικό κομμάτι που εκτελείται με την ταυτόχρονη συνήχηση των μελωδικών γραμμών που εκφράζει το α' συνθετικό: μονό~, τετρά~, τρί~. 4. (γραμμ.) χαρακτηρίζει ένα φθόγγο από το τμήμα του στόματος στο οποίο αρθρώνεται και το οποίο εκφράζεται με το α' συνθετικό: λαρυγγό~, οδοντό~, ουρανισκό~, χειλεό~.
[λόγ. < αρχ. -φωνος θ. του ουσ. φων(ή) -ος ως β' συνθ.: αρχ. βαρβαρό-φωνος `που μιλάει ξένη γλώσσα΄ & διεθ. -phone < αρχ. -φωνος: αγγλό-φωνος < γαλλ. anglophone]
- αγγλόφωνος -η -ο [aŋglófonos] Ε5 : που μητρική ή κύρια γλώσσα του είναι τα αγγλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους εκτός Aγγλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει αγγλική ή όχι καταγωγή: Aγγλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από αγγλόφωνους: Aγγλόφωνη χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο αγγλόφωνος: Οι αγγλόφωνοι του Kαναδά.
[λόγ. < γαλλ. anglophone < anglo- = αγγλο- + -phone = -φωνος]
- αγριοφωνάρα η [aγriofonára] Ο25α : δυνατή και τραχιά φωνή ή κραυγή.
[αγριο- + φωνάρα, μεγεθ. του φωνή]
- αδελφώνω [aδelfóno] -ομαι & αδερφώνω [aδerfóno] -ομαι Ρ1 : 1α.για κτ. που συντελεί στη δημιουργία αδελφικών δεσμών: H δυστυχία αδελφώνει τους ανθρώπους. Οι λαοί θα αγωνιστούν αδελφωμένοι για την ειρήνη και για την ευημερία. β. συμφιλιώνω: Δώστε τα χέρια και αδερφωθείτε. 2. (μτφ.) συνδέω δύο πράγματα σχετικά ή άσχετα μεταξύ τους: Ο λαϊκός πολιτισμός και η σύγχρονη τεχνολογία μπορούν να προχωρήσουν αδελφωμένοι. 3. (λαϊκότρ., λογοτ.) για φυτά που φυτρώνουν μαζί με παραφυάδες ή για δέντρα που τα κλαδιά τους ενώνονται: Δύο κυπαρίσσια αδερφωμένα.
[-ρφ-: αδερφ(ός) -ώνω· -λφ-: λόγ. επίδρ.]
- αλβανόφωνος -η -ο [alvanófonos] Ε5 : που μητρική του γλώσσα είναι η αλβανική, αλλά δεν είναι Aλβανός υπήκοος: Aλβανόφωνοι πληθυσμοί.
[λόγ. Aλβαν(ός) -ο- + -φωνος]
- αλλόφωνο το [alófono] Ο42 : (γλωσσ.) καθεμία από τις δύο ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου φωνήματος, οι οποίες αρθρώνονται και ακούγονται διαφορετικά: Tο φώνημα /x/ έχει στα νέα ελληνικά δύο αλλόφωνα: [x] (χαρά) και [
] (χέρι). [λόγ. < γαλλ. allophone < allo- = αλλο- + αρχ. φων(ή) -ον (διαφ. το ελνστ. ἀλλόφωνος `αλλόγλωσσος΄)]
- αναμορφώνω [anamorfóno] -ομαι Ρ1 : δίνω σε κτ. νέα, βελτιωμένη μορ φή. α. (συνήθ. για αφηρ. ουσ.) αλλάζω ριζικά ένα θεσμικό πλαίσιο, το θέτω σε νέες βάσεις: ~ την παιδεία. Θα αναμορφωθεί το σωφρονιστικό σύστημα. || Θα αναμορφωθεί η περιοχή της κεντρικής αγοράς της πόλης, θα αναπλαστεί. β. βελτιώνω με τα κατάλληλα μέτρα τη συμπεριφορά και γενικά την προσωπικότητα κάποιου παραστρατημένου, νεαρού συνήθ., ατόμου.
[λόγ. < ελνστ. ἀναμορφ(ῶ) `διαμορφώνω ξανά΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. réformer]
- αναφώνημα το [anafónima] Ο49 : το αποτέλεσμα του αναφωνώ, δυνατή κραυγή, λέξη ή φράση (τρόμου, αγωνίας, χαράς, έκπληξης κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἀναφώνημα]