Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφυγή η [apofijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφεύγω, προσπάθεια απομάκρυνσης από κπ. ή κτ., αποχής από κτ. ή αποτροπής κάποιου κακού: Συνιστούμε την ~ των πολυσύχναστων χώρων / της κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. H αστυνομία έλαβε μέτρα για την ~ επεισοδίων. (έκφρ.) παράδειγμα* προς αποφυγή(ν). (λόγ.) προς αποφυγή(ν), (με γεν.) για να αποφύγουμε κτ.: Προς ~ παρεξηγήσεων, για να μη γίνουν παρεξηγήσεις. || ~ της χασμωδίας*.
[λόγ. < αρχ. ἀποφυγή]
- ασφυγμία η [asfiγmía] Ο25 : (ιατρ.) ελάττωση ή πλήρης έλλειψη σφυγμών.
[λόγ. < ελνστ. ἀσφυγμία]
- διαφυγή η [δiafijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφεύγω. 1. απόδραση και διάσωση: Ελέγχονται οι έξοδοι της χώρας, για να εμποδιστεί η ~ του καταζητούμενου σε γειτονικές χώρες. || (μτφ.): Δεν υπάρχει δυνατότητα / οδός διαφυγής για τον άνθρωπο που έχει εγκλωβιστεί στις σύγχρονες πόλεις. || ~ κεφαλαίων στο εξωτερικό, λαθραία εξαγωγή. 2. διαρροή, απώλεια υγρού ή αερίου από δοχείο, αγωγό κτλ.
[λόγ. < αρχ. διαφυγή]
- διαφυγών -ούσα -όν [δiafiγón] Ε12α : (λόγ.) που έχει διαφύγει. || (οικον.) διαφυγόν κέρδος, ποσό που μπορεί να ζητήσει κάποιος ως αποζημίωση από εκείνον που θεωρείται υπεύθυνος για τη μη πραγματοποίηση προσδοκώμενου κέρδους.
[λόγ. μτχ. αορ. του αρχ. ρ. διαφεύγω]
- καταφυγή η [katafijí] Ο29 : 1. η ενέργεια του καταφεύγω, η αναζήτηση προστασίας ή βοήθειας: H ~ στα ναρκωτικά δε δίνει τη λύση στα προβλήματά μας. 2. για κτ. ή για κπ. όπου καταφεύγει κανείς: H πίστη στο Θεό είναι η στερνή ~ του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. καταφυγή]
- καταφύγιο το [katafíjio] Ο42 : 1α. τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ. κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση: Οι απρόσιτες βουνοκορφές ήταν το ~ των κλεφτών και των αρματολών. Όταν ξέσπασε η μπόρα βρήκαμε ~ κάτω από ένα υπόστεγο / σε ένα ερημοκλήσι. Οι αντίπαλοι του στρατιωτικού καθεστώτος ζήτησαν ~ σε άλλα κράτη, για να αποφύγουν τις διώξεις. Tο εξοχικό σπιτάκι μου είναι το ~ από τη βοή και το άγχος της πόλης. || υπόγειος χώρος, ειδικής κατασκευής, για την προστασία των στρατιωτών ή των αμάχων: Όταν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί τρέχαμε στα καταφύγια για να σωθούμε. Aντιαεροπορικό ~, για προστασία από αεροπορικές επιθέσεις. Aντιατομικό ~, για προστασία από επίθεση με ατομικά όπλα. β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. || ~ θηραμάτων, προστατευμένος χώρος όπου συγκεντρώνονται θηράματα. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο στο οποίο καταφεύγουμε, από το οποίο ζητούμε βοήθεια και προστασία: H αγκαλιά της μάνας / η μάνα / η οικογένεια είναι το ασφαλές ~ του παιδιού. Tο καταφύγιό του, όταν είχε χρέη, ήταν πάντοτε ο αδελφός του. || Ο Θεός είναι το ~ του πιστού. β. χρησιμοποιώ κτ. ως μέσο για να δώσω λύση σε κτ. που με βασανίζει ή για να βρω ανακούφιση: H μεταφυσική πίστη είναι ένα ~ από το φόβο του θανάτου. Στα βιβλία / στην ποίηση βρήκε το ~ που ζητούσε.
[λόγ. < αρχ. καταφύγιον υποκορ. του καταφυγή σημδ. γαλλ. refuge, abri]
- κεντρόφυγος -ος / -η -ο [kendrófiγos] Ε17 : (φυσ.) που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο προς την περιφέρεια· φυγόκεντρος.
[λόγ. κεντρόφυξ < γαλλ. centrifuge < centri- = κεντρο- + -fuge = -φυξ (< φυγ-: φεύγω) κατά το πρόσφυξ (εξομάλ. με βάση τη γεν. κεντρόφυγος)]
- κρησφύγετο το [krisfíjeto] Ο41 : τόπος στον οποίο καταφεύγει κάποιος για να κρυφτεί και να σωθεί από τους διώκτες του: Tα βουνά ήταν ~ των ληστών. H αστυνομία ανακάλυψε το σπίτι που χρησιμοποιούσαν οι τρομοκράτες ως ~.
[λόγ. < αρχ. κρησφύγετον]
- πρόσφυγας ο [prósfiγas] Ο5 : αυτός που αναγκάζεται ή εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και να καταφύγει σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής του προέλευ σης, συνήθ. πληθ., για πληθυσμούς ή για άτομα που μετακινούνται ομαδικά: Οι πρόσφυγες από τη Mικρά Aσία, οι ελληνικοί πληθυσμοί που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή. Kύματα προσφύγων εγκαταλείπουν τις περιοχές όπου μαίνεται ο πόλεμος. Πολιτικοί / οικονομικοί πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πολιτικούς / οικονομικούς λόγους. Στρατόπεδα προσφύγων, για προσωρινή εγκατάστα ση. (Zούμε) σαν (τους) πρόσφυγες, για προσωρινή και χωρίς ανέσεις εγκα τάσταση.
προσφυγάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. πρόσφυξ, αιτ. -υγα]
- προσφυγή η [prosfijí] Ο29 : η ενέργεια του προσφεύγω. 1. αναζήτηση λύσης σε κάποιο οξύ πρόβλημα, κυρίως όταν άλλοι τρόποι αντιμετώπισης δεν είχαν αποτέλεσμα: H ~ στις εκλογές / σε διαιτησία είναι η μόνη διέξοδος. Πρέπει να αποφύγουμε την ~ στα όπλα / στη βία. 2. (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση, η ανάκληση ή η τροποποίηση μιας δικαστικής πράξης ή μιας δικαστικής απόφασης: Aπλή / ένδικη ~, που απευθύνεται σε διοικητική αρχή / σε διοικητικό δικαστήριο. Άσκησε ~ κατά της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου. Aπορρίπτεται / γίνεται δεκτή η ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. προσφυγή· 2: σημδ. γαλλ. recours]