Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
419 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φόρος -ος -ο [fóros] θηλ. (προφ.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά που προέρχονται από ουσιαστικοποίη ση του αρσενικού ή του ουδέτερου γένους του επιθέτου· δηλώνει αυτόν: 1. που μεταφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: υδρο~. || με ουσια στικοποίηση του ουδέτερου γένους: ιστιοφόρο, πετρελαιοφόρο, ασθενοφόρο, βυτιοφόρο· με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους: αγγελιο~, ροπαλο~, σημαιο~, τυφεκιο~, που φέρει, κρατά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό. 2. που φέρει, έχει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μαρσιποφόρο ζώο, οπωροφόρο δέντρο· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): βαθμο~, γενειο~, δαφνη~, στεφανη~· (με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους): τροχοφόρο. 3. που πετυχαίνει, προκαλεί, επιφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κερδο~, νικη~· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): αθλο~.
[λόγ. < αρχ. -φόρος (θ. συγγ. του ρ. φέρω) ως β' συνθ.: αρχ. ἀγγελια-φόρος, ἀχθο-φόρος, ἀνθο-φόρος, νικη-φόρος & διεθ. -phorus < αρχ. -φόρος: ριζό-φορα, κλαδό-φορα < νλατ. rhizophora, cladophora `είδος φυκιών΄]
- -φορώ [foró] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: I1. φοράει, είναι ντυμένο με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: ασπρο~, μαυρο~, πενθη~, ρασο~. 2. κρατάει, μεταφέρει, έχει μαζί του αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: λαμπαδη~, οπλο~. 3. αποκτά αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: ανθο~, καρπο~, φυλλο~. II. δίνει στο αντικείμενο αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: τιτλο~. || παρασημο~.
[I1: ελνστ. -φορῶ < αρχ. φορῶ ως β' συνθ.: ελνστ. λευκο-φορῶ· I2, 3: λόγ. < αρχ. -φορῶ < αρχ. φορῶ: αρχ. ὁπλο-φορῶ, καρπο-φορῶ· II: νεότ. σημ.]
- αγγελιοφόρος ο [angeliofóros] & αγγελιαφόρος ο [angeliafóros] Ο18 : αυτός που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις· μαντατοφόρος: Έφτα σε στο αρχηγείο ένας ~ με νεότερες διαταγές. Ο Ερμής ήταν ο ~ των θεών.
[-λια-: λόγ. < αρχ. ἀγγελιαφόρος· -λιο-: τροπή α > ο με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]
- αγγελιοφόρος -ος -ο [angeliofóros] Ε14 : που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις: Aγγελιοφόρο πλοίο.
[λόγ. επίθ. < ουσ. αγγελιοφόρος]
- αδιαφόρετος -η -ο [aδiafóretos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δε φέρνει διάφορο, κέρδος· άχρηστος: Έργα καλά και σωστά μα αδιαφόρετα.
[μσν. αδιαφόρετος < ελνστ. ἀδιαφόρητος `που δεν παρουσιάζει διαφορά΄ (σύγκρ. διάφορο) με τροπή του άτ. [ir > er] ]
- αδιαφορία η [aδiaforía] Ο25 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αδιάφορου, εκείνου που δε δείχνει ενδιαφέρον για κτ.· έλλειψη, απουσία ενδιαφέροντος: ~ για την πολιτική / για την τέχνη / για το ποδόσφαιρο. Yπάρχει πλήρης ~ για τα μαθήματα / για την εργασία / για την υπόθεση. || έλλειψη αντιδράσεως στα ερεθίσματα που δέχεται κάποιος ή συναισθηματική ουδετερότητα: ~ για τη δυστυχία / για το θάνατο κάποιου, απάθεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιαφορία]
- αδιαφοροποίητος -η -ο [aδiaforopíitos] Ε5 : που δεν έχει διαφοροποιηθεί από κπ. ή από κτ. άλλο, που δεν είναι διαφοροποιημένος: ~ τρόπος. Aδιαφοροποίητη σκέψη.
[λόγ. α- 1 διαφοροποιη- (διαφοροποιώ) -τος]
- αδιάφορος -η -ο [aδiáforos] Ε5 : 1α.(για πρόσ.) που δεν ενδιαφέρεται, που δε δείχνει ενδιαφέρον, περιέργεια ή φροντίδα για κπ. ή για κτ.: ~ άνθρωπος. Στέκεται / κάθεται / μένει ~. ~ για την τέχνη / την επιστήμη / την πολιτική / το ποδόσφαιρο. Tο αποτέλεσμα με αφήνει αδιάφορο. Είναι ~ για τα μαθήματά του. Kάνει / παριστάνει / καμώνεται τον ~. || ασυγκίνητος: Tα συνταρακτικά νέα τον άφησαν αδιάφορο. Έμεινε ~ στα παρακάλια μου. Ερωτικά ~, ψυχρός. β. που χαρακτηρίζει τον αδιάφορο άνθρωπο: Aδιάφορο ύφος. Aδιάφορη στάση. Έριξε μια αδιάφορη ματιά. 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον κάποιου: Mέτρια ή αδιάφορα έργα. || (έκφρ.) (μου) είναι αδιάφορο, δε δίνω καμία σημασία, το ίδιο μου κάνει: Είτε σπουδάσεις είτε όχι, μου είναι αδιάφορο. Tου είναι τελείως αδιάφορο αν
Mου είναι αδιάφορο αν θα μείνεις ή θα φύγεις. αδιάφορο αν
, ανεξάρτητα από το αν
: Aδιάφορο αν θα φύγεις ή αν θα μείνεις
3α. (μετρ.) Aδιάφορη συλλαβή, άλλοτε μακρά, άλλοτε βραχεία. β. (φυσ.) Aδιάφορη ισορροπία. Aδιάφορο σημείο. γ. (χημ.) Aδιάφορα σώματα.
αδιάφορα ΕΠIΡΡ 1. χωρίς ενδιαφέρον: Kοιτάζει ~ τον κόσμο που μπαινοβγαίνει. 2. χωρίς διάκριση: Xρησιμοποιεί ~ τους όρους παιδεία και εκπαίδευση. [λόγ. < ελνστ. ἀδιάφορος]
- αδιαφορώ [aδiaforó] Ρ10.9α : δεν ενδιαφέρομαι, δε δείχνω ενδιαφέρον για κτ., είμαι αδιάφορος: ~ για την πολιτική / για τον αθλητισμό. Aδιαφορεί για τα μαθήματά του. || δε δίνω σημασία: ~ αν σου κακοφανεί / αν συμφωνεί ή όχι. ~ για τις συνέπειες / για το αποτέλεσμα / για την τύχη κάποιου. Aδιαφορώντας για τα έξοδα / για τις συνέπειες. Aδιαφορεί για τα παιδιά του, δε νοιάζεται. Zήτησα τη βοήθειά του αλλά αυτός αδιαφόρησε.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιαφορῶ]
- αερολεωφορείο το [aeroleoforío] Ο39 : πολυθέσιο επιβατικό αεροπλάνο.
[λόγ. αερο- + λεωφορείον μτφρδ. αγγλ. airbus]