Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φιλος -η -ο [filos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. προσδιορίζει αυτόν που αγαπά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: α. (συχνά επιστ., βοτ.) για φυτά που ευδοκιμούν στο περιβάλλον που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -βιος, -χαρής2): ηλιό~, σκιό~, υδρό~, ξηρό~. β. για πρόσωπο: βιβλιό~, θεατρό~, ειρηνό~, μουσικό~, ποδοσφαιρό~. || εικο νό~. γ. (ιατρ.) το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την παθολογική κατάσταση που συνεπάγεται το αντίστοιχο θηλυκό ουσιαστικό σε -φιλία 1: νεκρό~, αιμό~. 2. δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από φιλική στάση προς το λαό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. φιλο-2): αγγλό~, γερμα νό~, σλαβό~.
[λόγ. < αρχ. -φιλος < φίλος ως β' συνθ.: αρχ. παιδό-φιλος `που αγαπά τα παιδιά΄ & διεθ. -philo < αρχ. -φιλος: υδρό-φιλος, βιβλιό-φιλος, αγγλό-φιλος < γαλλ. hydrophile, bibliophile, anglophile]
- αγγλόφιλος -η -ο [aŋglófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Άγγλους και υποστηρίζει τα συμφέροντά τους: Aγγλόφιλη εξωτερική πολιτική.
[λόγ. < γαλλ. anglophile < anglo- = αγγλο- + -phile = -φιλος]
- αμερικανόφιλος -η -ο [amerikanófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Aμερικανούς, τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής, και υποστηρίζει την πολιτική ή τα συμφέροντά τους: Aμερικανόφιλο καθεστώς / κόμμα. || (ως ουσ.).
[λόγ. αμερικανο- + -φιλος]
- αριστερόφιλος -η -ο [aristerófilos] Ε5 : που υποστηρίζει την αριστερά και τους αριστερούς, που είναι ιδιαίτερα ευνοϊκός προς αυτήν ή αυτούς· φιλοαριστερός. ANT αντιαριστερός: Aριστερόφιλη πολιτική. || (ως ουσ.).
[λόγ. αριστερ(ός)II -ο- + -φιλος]
- γαλλόφιλος -η -ο [γalófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Γάλλους ή που υποστηρίζει τα συμφέροντά τους.
[λόγ. γαλλο- + -φιλος]
- γερμανόφιλος -η -ο [jermanófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Γερμανούς ή που υποστηρίζει τα συμφέροντά τους.
[λόγ. γερμανο- + -φιλος]
- δασόφιλος -η -ο [δasófilos] Ε5 : που αγαπά τα δάση. || (ως ουσ.).
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φιλος]
- εικονόφιλος -η -ο [ikonófilos] Ε5 : (ιστ.) α. που, κατά τον 8ο και 9ο αι. στο Bυζάντιο, αντιτάχθηκε στις απόψεις και στην πολιτική των εικονομάχων· εικονολάτρης. ANT εικονομάχος: H εικονόφιλη αυτοκράτειρα Ειρήνη η Aθηναία. Εικονόφιλοι μοναχοί. || (ως ουσ.) ο εικονόφιλος: Οι αντιδράσεις των εικονοφίλων. β. που ανήκει ή αναφέρεται στους εικονόφιλους, στους εικονολάτρες ή στην εικονολατρία· εικονολατρικός. ANT εικονομαχικός: Εικονόφιλη διδασκαλία / πολιτική.
[λόγ. εικονο- + -φιλος]
- ειρηνόφιλος -η -ο [irinófilos] Ε5 : που αγαπά, θέλει και επιδιώκει την ειρήνη· φιλειρηνικός: ~ λαός. ANT φιλοπόλεμος. Ειρηνόφιλη πολιτική. ANT φιλοπολεμικός. || (ως ουσ., για πρόσ.) οπαδός της ειρήνης ή του ειρηνισμού· (πρβ. ειρηνιστής).
[λόγ. ειρήν(η) -ο- + φίλος]
- ετεροφυλόφιλος -η -ο [eterofilófilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από την ετεροφυλοφιλία, που επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου: ~ άντρας. Ετεροφυλόφιλη γυναίκα. || (ως ουσ.) ο ετεροφυλόφιλος, θηλ. ετεροφυλόφιλη. || που αναφέρεται στην ετεροφυλοφιλία: Ετεροφυλόφιλες σχέσεις.
[λόγ. ετερο- + φύλ(ον) -ο- + φίλ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. heterosexual]