Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιμορροφιλία η [emorofilía] Ο25 : η αιμοφιλία.
[λόγ. σύντμ. αιμορρ(αγία) + (αιμ)οφιλία]
- αιμοφιλία η [emofilía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε έλλειψη πήξεως του αίματος και εκδηλώνεται ως αδυναμία διακοπής της αιμορραγίας.
[λόγ. < γαλλ. hémophilie < hémo- = αιμο- + -philie = -φιλία]
- αστυφιλία η [astifilía] Ο25 : δημογραφικό φαινόμενο κατά το οποίο οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και εγκαθίστανται μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα: Οι αίτιες και τα αποτελέσματα της αστυφιλίας. Συνέπεια της αστυφιλίας είναι η ερήμωση της υπαίθρου και ο μαρασμός των χωριών.
[λόγ. άστυ + -φιλία]
- βιβλιοφιλία η [vivliofilía] Ο25 : ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία.
[λόγ. βιβλιόφιλ(ος) -ία]
- ετεροφυλοφιλία η [eterofilofilía] Ο25 : η ιδιότητα του ανθρώπου να επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου.
[λόγ. ετεροφυλόφιλ(ος) -ία κατά το ομοφυλοφιλία μτφρδ. αγγλ. heterosexuality]
- ζωοφιλία η [zoofilía] Ο25 : η ιδιαίτερη αγάπη για τα ζώα: H καλλιέργεια του συναισθήματος της ζωοφιλίας είναι ένας από τους βασικότερους στόχους της Εταιρείας Προστασίας Zώων.
[λόγ. < γαλλ. zoophilie `υπερβολική ή νοσηρή αγάπη για τα ζώα΄ < νλατ. zoophilia < zoo- = ζωο- 1 + -philia < αρχ. φιλία]
- λυκοφιλία η [likofilía] Ο25 : προσποιητή, ψεύτικη φιλία μεταξύ προσώπων, που στην πραγματικότητα μισούν και εχθρεύονται ο ένας τον άλλο.
[λόγ. < αρχ. λυκοφιλία]
- νεκροφιλία η [nekrofilía] Ο25 : η επιθυμία σεξουαλικά διεστραμμένων ατόμων να συνευρίσκονται με πτώματα.
[λόγ. < γαλλ. nécrophilie < nécro- = νεκρο- + -philie = -φιλία]
- ομοφυλοφιλία η [omofilofilía] Ο25 : η τάση εκείνου του ανθρώπου που επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου.
[λόγ. ομόφυ λ(ος) -ο- + -φιλία κατά το γερμ. Homophilie < homo- = ομο- + -philie = -φιλία]
- φιλία η [filía] Ο25 : α. η στενή κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα και που βασίζεται στην αμοιβαία αγά πη, συμπάθεια και εκτίμηση. ANT έχθρα, εχθρότητα: Στενή / εγκάρδια / αληθινή / αδελφική / μακροχρόνια ~. Δεσμοί / δείγμα / απόδειξη / αισθή ματα φιλίας. Mε τιμάει με τη ~ του. Δε θέλω φιλίες μαζί της. Έπιασε φιλίες με τη γειτόνισσα. (λόγ. έκφρ.) χάριν φιλίας, με σκοπό τη φιλία. β. το συναίσθημα που διέπει τη σχέση αυτή. ANT έχθρα: Nιώθω / αισθάνομαι ~ για κπ. || (επέκτ.): Οι δυο λαοί συνδέονται με παραδοσιακή ~, συμπά θεια και εμπιστοσύνη. Yπόγραψαν σύμφωνο φιλίας. Aνάμεσα στο παιδί και στο σκυλάκι αναπτύχθηκε μια τρυφερή ~.
[λόγ. < αρχ. φιλία]