Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάπρακτος -η -ο [aδiápraktos] Ε5 : για μεμπτή ή αξιόποινη ενέργεια, που δεν έχει διαπραχτεί: Aδιάπρακτο αδίκημα / έγκλημα / πταίσμα.
[λόγ. α- 1 διαπρακ- (διαπράττω) -τος]
- ανείσπρακτος -η -ο [aníspraktos] Ε5 : που δεν τον εισέπραξαν ακόμη: Aνείσπρακτοι φόροι.
[λόγ. < ελνστ. ἀνείσπρακτος `ελεύθερος από χρηματική υποχρέωση΄ κατά τη σημ. της λ. εισπράττω]
- άπρακτος -η -ο [ápraktos] & άπραχτος -η -ο [ápraxtos] Ε5 : που δεν κατάφερε, δεν πέτυχε κτ. που περίμενε, που ζητούσε από κπ.: Πήγαν να ζητήσουν βοήθεια, έφυγαν όμως άπρακτοι. H αντιπροσωπεία, μετά την απόρριψη των αιτημάτων της, γύρισε άπρακτη. || Mένω ~, δε δραστηριοποιούμαι, αδρανώ: Δεν έμεινε ~, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να διορθώσει την κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. ἄπρακτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- απρακτώ [apraktó] Ρ10.9α : (λόγ.) βρίσκομαι σε απραξία.
[λόγ. < αρχ. ἀπρακτῶ]
- γιαπράκι το [japráki] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : ντολμαδάκια με κιμά και αυγολέμονο.
[τουρκ. yaprak `αμπελόφυλλο΄ -ι]
- δικαιοπρακτικός -ή -ό [δikeopraktikós] Ε1 : (νομ.) που έχει σχέση με τη δικαιοπραξία: Οι ανήλικοι καθώς και οι πάσχοντες από πνευματική νόσο δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα.
[λόγ. δικαιοπρακ- (δικαιοπραξία) -τικός (πρβ. ελνστ. δικαιοπρακτικός `που ενεργεί δίκαια΄)]
- δίπρακτος -η -ο [δípraktos] Ε5 : για θεατρικό έργο που έχει δύο πράξεις, που είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: Δίπρακτη κωμωδία.
[λόγ. δι- 1 + πρακ- (πράξις) -τος μτφρδ. γερμ. zweiaktig]
- εισπρακτέος -α -ο [ispraktéos] Ε4 : για χρηματικό ποσό που πρέπει ή πρόκειται να το εισπράξουν· (πρβ. πληρωτέος, καταβλητέος): Επιταγή εισπρακτέα σε δέκα μέρες από σήμερα.
[λόγ. εισπρακ- (εισπράττω) -τέος]
- εισπρακτικός -ή -ό [ispraktikós] Ε1 : που αναφέρεται στην είσπραξη χρημάτων, στις εισπράξεις: Εισπρακτική επιτυχία μιας παράστασης. || που δίνει έμφαση, προτεραιότητα στις εισπράξεις: H εισπρακτική πολιτι κή μιας κυβέρνησης. Ο υπουργός οικονομικών αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα νέα οικονομικά μέτρα έχουν καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα.
[λόγ. εισπρακ- (εισπράττω) -τικός]
- εισπράκτορας ο [ispráktoras] Ο5 θηλ. εισπράκτορας [ispráktoras] & (προφ.) εισπρακτόρισσα [ispraktorisa] Ο27 & (προφ.) εισπρακτορίνα [ispraktorína] Ο26 : α. ο υπάλληλος που εισπράττει από τους επιβάτες λεωφορείου ή άλλου μέσου συγκοινωνίας το αντίτιμο του εισιτηρίου: Aπεργία οδηγών και εισπρακτόρων αστικών λεωφορείων. β. υπάλληλος που ως κύριο έργο του έχει την είσπραξη οφειλόμενων χρηματικών ποσών: Δημόσιος ~. ~ μιας εταιρείας.
[λόγ. < ελνστ. εἰσπράκτωρ, αιτ. -ορα `συλλέκτης φόρων΄ & σημδ. γαλλ. percepteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· εισπράκτορ(ας) -ισσα, -ίνα]