Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμετάπειστος -η -ο [ametápistos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν τον έχουν μεταπείσει, δεν τον έχουν κάνει να αλλάξει ορισμένη απόφαση ή γνώμη: Είναι / μένει κάποιος ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμετάπειστος]
- δύσπειστος -η -ο [δíspistos] Ε5 : που δύσκολα πείθεται: Δεν έχω ξαναδεί τόσο δύσπειστο άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. δύσπειστος]
- παραπειστικός -ή -ό [parapistikós] Ε1 : που είναι ικανός, κατάλληλος, προορισμένος να παρασύρει, να παραπλανά, να εξαπατά, παραπλανητικός: Παραπειστικά λόγια / επιχειρήματα. Παραπειστικές κινήσεις / ενέργειες. Παραπειστικές ερωτήσεις, που οδηγούν στην απάντηση που συμφέρει αυτόν που τις υποβάλλει.
παραπειστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παραπειστικός]
- πειστήριο το [pistírio] Ο40 : 1. (νομ.) αντικείμενο, πράγμα που βεβαιώνει ή αποδεικνύει έγκλημα, ενοχή ή αθωότητα: Tα πειστήρια του εγκλήματος / της ενοχής του / της αθωότητάς του. 2. καθετί που πιστοποιεί την ύπαρ ξη ενός γεγονότος, μιας πράξης, ενός συμβάντος κτλ.: Επιγραφή που αποτελεί το πρώτο ~ για την εμφάνιση της γραφής στην Ελλάδα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πειστήριος `πειστικός΄ σημδ. γαλλ. (πληθ.) (pièces) à conviction]
- πειστικός -ή -ό [pistikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να πείθει: Πειστικότατος ομιλητής. Πειστικά επιχειρήματα. Πειστικό ύφος.
πειστικά & (λόγ.) πειστικώς ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~, με πειθώ. [λόγ. < αρχ. πειστικός· λόγ. < ελνστ. πειστικῶς]
- πειστικότητα η [pistikótita] Ο28 : η ικανότητα εκείνου που πείθει, του πειστικού: Yποστήριξε την άποψή του με θέρμη και ~. Kανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ~ των επιχειρημάτων του.
[λόγ. πειστικ(ός) -ότης > -ότητα]