Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
63 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλμπατρος το [álbatros] Ο (άκλ.) : μεγαλόσωμο θαλασσοπούλι που ζει στο Nότιο Aτλαντικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό.
[λόγ. < αγγλ. albatros]
- αντιπατριωτικός -ή -ό [andipatriotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση του πατριωτισμού ή εχθρότητα προς την πατρίδα: Aντιπατριωτική ενέργεια.
αντιπατριωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. antipatriotique < anti- = αντι- + patriotique = πατριωτικός]
- άπατρις ο [ápatris] Ο γεν. απάτριδος, πληθ. απάτριδες, γεν. απάτριδων : (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, συνήθ. ως χαρακτηρισμός του ανθρώπου που δρα αντίθετα στα συμφέροντα της πατρίδας του.
[λόγ. < μσν. άπατρις < α- 1 πατρ(ίς) -ις]
- αρνησιπατρία η [arnisipatría] Ο25 : το να απαρνείται κάποιος την πατρίδα του.
[λόγ. αρνησίπατρ(ις) -ία]
- αρνησίπατρις ο [arnisípatris] Ο πληθ. αρνησιπάτριδες : (λόγ.) αυτός που απαρνείται και με επέκταση που προδίδει την πατρίδα του ή που αλλάζει εθνικότητα.
[λόγ. αρνησι- + -πατρις κατά το φιλόπατρις]
- αφιλοπατρία η [afilopatría] Ο25 : η έλλειψη φιλοπατρίας.
[λόγ. α- 1 φιλοπατρία]
- εκπατρίζομαι [ekpatrízome] Ρ2.1β : φεύγω μακριά από την πατρίδα μου, εκούσια ή αναγκαστικά· (πρβ. αποδημώ, μεταναστεύω, ξενιτεύομαι, μισεύω). ANT επαναπατρίζομαι: Προτίμησε να εκπατριστεί παρά να συνεργαστεί με το ανελεύθερο καθεστώς.
[λόγ. εκ- πατρ(ίς) -ίζω, -ομαι ίσως με βάση το φιλόπατρις (όμως δεν υπάρχει *φιλοπατρίζω ούτε *πατρίζω, σύγκρ. και επαναπατρίζομαι) μτφρδ. γαλλ. expatrier, s΄expatrier]
- εκπατρισμός ο [ekpatrizmós] Ο17 : φυγή, αναχώρηση από την πατρίδα· (πρβ. αποδημία, ξενιτεμός). ANT επαναπατρισμός: Εκούσιος / ακούσιος / μακροχρόνιος ~.
[λόγ. εκπατρισ- (εκπατρίζομαι) -μός]
- επαναπατρίζομαι [epanapatrízome] Ρ2.1β : επιστρέφω στην πατρίδα μου ύστερα από συνήθ. μακροχρόνια απουσία· παλιννοστώ.
[λόγ. επανα- πατρ(ίς) -ίζω, -ομαι ίσως με βάση το φιλόπατρις (όμως δεν υπάρχει *φιλοπατρίζω ούτε *πατρίζω, σύγκρ. και εκπατρίζομαι) μτφρδ. γαλλ. se rapatrier]
- επαναπατρισμός ο [epanapatrizmós] Ο17 : 1.επιστροφή κάποιου στην πατρίδα του ύστερα από συνήθ. μακροχρόνια απουσία· παλιννόστηση: Aπελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και ~ των πολιτικών προσφύγων. Ομαδικός ~. 2. (μτφ.) επιστροφή κάποιου στο χώρο, από τον οποίο αρχικά προήλθε: ~ των στελεχών στο κόμμα. ~ κεφαλαίων.
[λόγ. επαναπατρισ- (επαναπατρίζομαι) -μός]