Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.205 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -λογιά [lojá] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -κοσμος1): φτωχο~.
[ελνστ. -λογία (θ. συγγ. του λέγω στη σημ.: `μαζεύω΄) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. ως β' συνθ.: ελνστ. ἀνθο-λογία `μάζεμα λουλουδιών΄]
- -λογία [lojía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. την ενέργεια ή το αποτέλεσμα των ανάλογων ρημάτων σε -λογώ 1 από τα οποία παράγονται: ψευδο~, ηθικο~, δευτερο~, χυδαιο~. || το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όταν η αντίστοιχη ενέργεια δηλώνεται με το επίθημα -ση: βαθμο~, φορο~· (πρβ. βαθμολόγηση, φορολόγηση). 2. επιστήμη ή γενικά οργανωμένο τομέα γνώσης με αντικείμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αρχαιο~, γεω~, γλωσσο~, δερματο~, θεο~, θρησκειο~, καρδιο~, νευρο~, παπυρο~, φιλο~, φυσιο~.
[λόγ. < αρχ. -λογία < αρχ. -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: αρχ. κακο-λογία, γενεα-λογία, θεο-λογία & διεθ. -logia < αρχ. -λογία: χρονο-λογία, παθο-λογία < γαλλ. chronologie, pathologie]
- -λόγιο [lójio] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. περιληπτικά ένα σύνολο, μια συλλογή αυτών που αναφέρει το α' συνθετικό: δειγματο~, ερωτηματο~, ευχο~, λεξι~, υβρεο~. || (μτφ.) ανθο~. 2. κείμενο, συνήθ. με μορφή καταλόγου, από το οποίο αντλούμε πληροφορίες γι΄ αυτό που υπαινίσσεται το α' συνθετικό: βαθ μο~, γενεα~, δημοτο~, ημερο~, κτηματο~, μαθητο~, νηο~, ποι νο~. || ανεμο~.
[λόγ. < ελνστ. -λόγιον < αρχ. -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: ελνστ. ἀνθο-λόγιον (< ἀνθο-λόγος), ἡμερο-λόγιον]
- -λογο [loγo] : το ουσ. λόγος, λόγια ως β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά: αισχρό~, βρομό~. || (συνήθ. στον πληθ.): γλυκόλογα, ερωτόλογα, χαζόλογα. || φαρμακόλογα, λόγια που φαρμακώνουν.
[θ. του ουσ. λόγ(ια) -ο (πρβ. μσν. ερωτόλογος `ερωτόλογα΄)]
- -λογος -η -ο [loγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει ορισμένη σχέση με το λόγο, γραπτό ή προφορικό: αξιό~, γενικό~, λιγό~.
[λόγ. < αρχ. -λογος (< ουσ. λόγος) ως β' συνθ.: αρχ. ἀξιό-λογος]
- -λόγος 1 [lóγos] θηλ. -λόγος [lóγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο που λέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αισχρο~, ευφυο~, καυχησιο~, χυδαιο~. 2. γιατρό, επιστήμονα ή γενικότε ρα πρόσωπο με ειδικές σπουδές ή ειδικευμένο στον τομέα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αγγειο~, γυναικο~, καρδιο~, μικροβιο~, πνευμονο~· αρχαιο~, αιγυπτιο~, παπυρο~, συνταγματο~· ηλεκτρο~, μηχα νο~.
[λόγ. < αρχ. -λόγος (θ. συγγ. του λέγω) ως β' συνθ.: αρχ. θεο-λόγος, κακο-λόγος, χρησμο-λόγος, ελνστ. ἀκριβο-λόγος & διεθ. -log-, (ιδ.) γαλλ. -logue, -logiste: ανθρωπο-λόγος < γαλλ. anthropologue, παθο-λόγος < γαλλ. pathologiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- -λόγος 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται με το μάζεμα, τη συλλογή, τη συγκέντρωση κτλ. αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: χορταρο~, καρπο~. || ανθο~. || στρατο~.
[αρχ. -λόγος (θ. συγγ. του λέγω `μαζεύω΄) ως β' συνθ.: αρχ. σπερμο-λόγος `κουρούνα΄ (επειδή μαζεύει σπόρους), ελνστ. ἀνθο-λόγος (δες λ.), καρπο-λόγος `που μαζεύει φρούτα΄ (αρχ. ως τίτλος)]
- -λόγος 3 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για την εργασία που συνεπάγεται το α' συνθετικό: βιδο~, καβουρο~.
[< -λόγος 2]
- -λογώ 2 -ούμαι & -ιέμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. συγκεντρώνει, μαζεύει αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: στρατο~. 2. μαζεύει κόβοντας αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βλαστο~, κορφο~. 3. (κυρίως σε αρνητική χρήση) κάνει ή υφίσταται σε μεγάλο βαθμό ή κατ΄ επανάληψη την ενέργεια που συνεπάγεται το α' συνθετικό: παντρο~, τραβο~, τσιμπο~, χαζο~, χαϊδο~, ψοφο~.
[αρχ. -λογῶ < -λόγος (δες -λόγος 2) ως β' συνθ.: αρχ. ἀνθο-λογῶ `μαζεύω άνθη΄, ελνστ. βλαστο-λογῶ]
- -λογώ 1 [loγó] -ούμαι : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. λέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: γνωμο~, υμνο~, χρησμο~, ψευδο~. 2. ομιλεί: α. σχετικά με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: θεο~, ηθικο~, μιλώ για το Θεό, την ηθική. β. με τη σειρά που εκφράζει το α' συνθετικό: δευτερο~, υστερο~. γ. με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: μωρο~, προχειρο~, σοβαρο~, χυδαιο~. 3. κάνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βαθμο~, συνθηκο~, φορο~. 4. ασχολείται διεξοδικά και σε επιστημονικό επίπεδο με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: θεο~, φιλο~.
[λόγ. < αρχ. -λογῶ < -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: αρχ. ψευ δο-λο γῶ, θεο-λογῶ]