Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερόλιθος ο [aeróliθos] Ο20 : μετεωρίτης που περιέχει μόνο αμέταλλα στοιχεία: H ιερή πέτρα της Mέκκας, η Kαάμπα, πιθανότατα είναι ~.
[λόγ. < γαλλ. aérolithe < aéro- = αερο- + αρχ. λίθος]
- ασβεστόλιθος ο [azvestóliθos] Ο20α : ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστίτη.
[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + λίθος μτφρδ. γαλλ. pierre calcaire]
- δακτυλιόλιθος ο [δaktilióliθos] Ο20 : (αρχαιολ.) πολύτιμη ή ημιπολύτιμη πέτρα δαχτυλιδιού.
[λόγ. δακτύλι(ος) -ο- + λίθος μτφρδ. γαλλ. pierre de bague]
- κυβόλιθος ο [kivóliθos] Ο20α : λαξευμένος λίθος σε μορφή κύβου, που χρησιμοποιείται κυρίως στις οδοστρώσεις.
[λόγ. κύβ(ος) -ο- + λίθος]
- λίθος η [líθos] Ο35 : (λόγ.) στις εκφράσεις λυδία ~: α. μαύρη, σκληρή πέτρα (ίασπις), που πάνω της δοκιμαζόταν η καθαρότητα του χρυσού και του ασημιού. β. (μτφ.) γεγονός, κατάσταση, πράξη μέσο της οποίας ελέγχεται ο χαρακτήρας, οι προθέσεις, οι διαθέσεις ατόμων ή ευρύτερων συνόλων: Tο χρήμα είναι η λυδία ~ πάνω στην οποία δοκιμάζεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου. φιλοσοφική ~, φανταστική πέτρα που θα μπορούσε να μετατρέψει σε χρυσό όλα τα μέταλλα.
[λόγ. < αρχ. λίθος ἡ, `πολύτιμο πετράδι΄, φρ. Λυδία λίθος (που πρωτοανακαλύφθηκε στη Λυδία)]
- λίθος ο [líθos] Ο18 : 1. (λόγ.) πέτρα: Πολύτιμοι / ημιπολύτιμοι λίθοι, ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως για την κατασκευή κοσμημάτων. (έκφρ.) δεν έμεινε ~ επί λίθου, τα πάντα καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. ΦΡ κινώ πάντα λίθον, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κάποιο σκοπό. 2. (ιατρ.) στερεός σχηματισμός που μοιάζει σαν πέτρα και που σχηματίζεται μέσα σε διάφορα όργανα του σώματος: Λίθοι των νεφρών / της χολής. Ουρικοί / οξαλικοί / φωσφορικοί λίθοι. 3. (έκφρ.) θεμέλιος* ~. ακρογωνιαίος* ~. 4. (γεωλ.) στερεό και σκληρό σώμα, με σχήμα και με χημική σύσταση που ποικίλλει και με χρωματισμούς που οφείλονται στην παρουσία αλάτων και οξειδίων των μετάλλων. || Εποχή του λίθου, προϊστορική περίοδος κατά την οποία η πέτρα ήταν το βασικό υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων. (λόγ.) ΦΡ λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι
, για μεγάλη ακαταστασία. ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, δεν πρέπει να είμαστε σκληροί απέναντι σε αυτούς που σφάλλουν, γιατί και εμείς κάνουμε σφάλματα.
[λόγ. < αρχ. λίθος ὁ `πέτρα΄, λίθος ἡ `πολύτιμο πετράδι΄ (σύγχυση ανάμεσα στις δύο συγγ. λ.)]
- μετεωρόλιθος ο [meteoróliθos] Ο20 : αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου αστρικής προέλευσης που πέφτει από το διάστημα στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου· μετεωρίτης.
[λόγ. < γαλλ. météo ro lithe < météor(e) = μετέωρ(ον) -ο- + lithe < αρχ. λίθος]
- ογκόλιθος ο [oŋgóliθos] Ο20 : 1. πολύ μεγάλη πέτρα: Εργάτης λατομείου σκοτώθηκε από ογκόλιθο. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ αξιόλογο, πολύ σημαντικό στα πλαίσια ενός συνόλου: Tο έργο του Aριστοτέλη αποτελεί ογκόλιθο στην ιστορία της φιλοσοφίας. ~ γνώσης / αρετής, για άνθρωπο με πολλές γνώσεις ή πολύ ενάρετο.
[λόγ. όγκ(ος) -ο- + λίθος]
- οξύλιθος ο [oksíliθos] Ο19 : (χημ.) μείγμα από υπεροξείδιο του νατρίου και μικρή ποσότητα αλάτων χαλκού, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή οξυγόνου.
[λόγ. < γαλλ. oxylithe < oxy- = οξυ- 2 + lithe < αρχ. λίθος]
- ουρόλιθος ο [uróliθos] Ο19 : (ιατρ.) στερεοποιημένη μάζα, πέτρα, η οποία σχηματίζεται από τα άλατα των ούρων στο ουροποιητικό σύστημα.
[λόγ. < διεθ. uro- = ουρο- + αρχ. λίθος]