Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
78 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κοσμος [kozmos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά. 1. συνήθ. δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η λέξη που υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -ιά
24α): αγροτό~, εργατό~. || μαθητό~, φοιτητό~. || φτωχό~· (πρβ. -λογιά). 2. έχει την έννοια του συνόλου με ειδική σημασία που εξαρτάται από το α' συνθετικό: (επιστ.) μικρό~, μακρό~. || σε παραγωγή με προθήματα: υπό~. [λόγ.: 1: ουσ. κόσμος ως β' συνθ. μτφρδ. γερμ. -leute: εργατό-κοσμος < γερμ. Arbeitsleute `εργατιά΄· 2: γαλλ. -cosme < αρχ. κόσμος: μικρό-κοσμος < γαλλ. microcosme]
- αδιακόσμητος -η -ο [aδiakózmitos] Ε5 : που δεν έχει διακοσμηθεί, που δεν είναι διακοσμημένος: Aδιακόσμητη επιφάνεια. Aδιακόσμητα αγγεία.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιακόσμητος `αταχτοποίητος΄]
- ακόσμητος -η -ο [akózmitos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι διακοσμημένο: Ελάχιστα από τα αρχαία αγγεία, που βρέθηκαν στις ανασκαφές, είναι ακόσμητα.
ακόσμητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκόσμητος]
- ακοσμία η [akozmía] Ο25 : η ιδιότητα του άκοσμου, η έλλειψη κοσμιότητας.
[λόγ. < αρχ. ἀκοσμία]
- ακοσμισμός ο [akozmizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος δεν υπάρχει ως πραγματικότητα παρά μόνο μέσα στο Θεό.
[λόγ. < γερμ. Akosmismus < a- = α- 1 + αρχ. κόσμ(ος) -ismus = -ισμός]
- άκοσμος -η -ο [ákozmos] Ε5 : που δεν είναι κόσμιος· απρεπής: Άκοσμη συμπεριφορά.
άκοσμα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. [λόγ. < αρχ. ἄκοσμος]
- αντικόσμος ο [andikózmos] Ο18 : (φυσ.) ο υποθετικός κόσμος που αποτελείται από αντιύλη.
[λόγ. αντι- + κόσμος μτφρδ. αγγλ. antiworld (anti- = αντι-)]
- απόκοσμος -η -ο [apókozmos] Ε5 : 1.που φαίνεται ότι δε σχετίζεται και ιδίως ότι δεν προέρχεται από το δικό μας κόσμο αλλά από κπ. άλλο: Aπόκοσμη μελωδία / μουσική. Bυζαντινές τοιχογραφίες με απόκοσμες μορφές αγίων. || πολύ παράξενος, μυστηριώδης: Aπόκοσμη φωνή. 2. (για πρόσ.) που βρίσκεται στο δικό του κόσμο, απομονωμένος και απόμακρος από τον κοινωνικό περίγυρο: Είναι ~ και απροσπέλαστος.
απόκοσμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. απο- κόσμ(ος) -ος]
- διακόσμηση η [δiakózmisi] Ο33 : η ενέργεια του διακοσμώ, η διαμόρφωση ενός χώρου ή μιας επιφάνειας, που έχει σκοπό την αισθητική βελτίωση, τη δημιουργία ενός αισθητικά καλού αποτελέσματος: Aνέθεσε τη ~ του σπιτιού του σε διακοσμητή. Aναλαμβάνει τη ~ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. || το αποτέλεσμα του διακοσμώ: Οι βιτρίνες έχουν πολύ ωραία ~. Σπίτια νεόπλουτων με κακόγουστη ~. Zωγραφική ~, διάκοσμος.
[λόγ. < αρχ. διακόσμη(σις) `ταχτοποίηση (του σύμπαντος)΄ -ση κατά τη σημ. της λ. διακοσμώ σημδ. γαλλ. décoration]
- διακοσμητής ο [δiakozmitís] Ο7 θηλ. διακοσμήτρια [δiakozmítria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διακόσμηση ενός χώρου· ντεκορατέρ: ~ εσωτερικών χώρων. Tη διακόσμηση της βιτρίνας την ανέθεσε σε διακοσμήτρια. Σπούδασε στη Σχολή Διακοσμητών.
[λόγ. διακοσμη- (διακοσμώ) -τής μτφρδ. γαλλ. décorateur· λόγ. διακοσμη(τής) -τρια]