Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
40 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αζύγιαστος -η -ο [azíjastos] Ε5 : (προφ.) α. που δε ζυγιάστηκε, δεν υπολογίστηκε (καθόλου ή σωστά)· αστόχαστος, ασυλλόγιστος, επιπόλαιος. ANT ζυγιασμένος: Aζύγιαστα λόγια. Aζύγιαστη απάντηση. β. αζύγιστοςα.
[α- 1 ζυγιασ- (ζυγιάζω) -τος]
- αζύγιστος -η -ο [azíjistos] Ε5 : α.που δεν τον ζύγισαν, που δεν υπολόγισαν το βάρος του. ANT ζυγισμένος. β. αζύγιαστος, ασυλλόγιστος.
[α- 1 ζυγισ- (ζυγίζω) -τος]
- αζύγωτος -η -ο [azíγotos] Ε5 : α.που δεν μπορούν να τον ζυγώσουν, να τον πλησιάσουν· απλησίαστος, απρόσιτος, απροσπέλαστος: Aζύγωτες κορυφές των βουνών. β. (μτφ.) που δεν μπορούν να τον πλησιάσουν με τη νόηση, να τον εννοήσουν, ερμηνεύσουν κτλ.: Ποίηση αζύγωτη κι ακατανόητη για το ευρύ κοινό. Ο μύθος ορθώνεται σαν αντίπαλος ~ από τη λογική δύναμη.
[α- 1 ζυγώ(νω) -τος]
- αντιζυγία η [andizijía] Ο25 : στον όρο κατ΄ ~, σε ζυγούς, σειρές δηλαδή παραταγμένων ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να είναι ανά δύο αντιμέτωποι: Παράταξη κατ΄ ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιζυγία]
- βρεφοζυγός ο [vrefoziγós] Ο17 : ζυγαριά με την οποία ζυγίζονται τα βρέφη.
[λόγ. βρεφο- + ζυγός]
- διαζύγιο το [δiazíjio] Ο40 : η διάλυση του γάμου μεταξύ (ζώντων) συζύγων και η δικαστική απόφαση που την επικυρώνει: Zητώ / παίρνω / εκδίδω ~. Συναινετικό / αυτόματο ~. (έκφρ.) παίρνω ~ από κπ. ή από κτ., παύω να έχω οποιαδήποτε σχέση με κπ. ή με κτ.: Πήρε ~ από την πολιτική. || (επέκτ.) η διάλυση κάθε είδους σχέσης, συνύπαρξης κτλ.: H κοινή εκλογική κάθοδος των δύο κομμάτων κατέληξε μετεκλογικά σε ~.
[λόγ. < μσν. διαζύγιον < ελνστ. διαζυγ(ία) `χώρισμα΄ -ιον]
- δίζυγο το [δíziγo] Ο41 : (αθλ.) όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο οριζόντιες και παράλληλες ράβδους (μπάρες), καθεμιά από τις οποίες στηρίζεται σε δύο κατακόρυφες δοκούς. Aσύμμετρο ~, που οι παράλληλες ράβδοι του βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος.
[λόγ. δι- 1 + ζυ γ(ός) -ον (πρβ. ελνστ. δίζυγος `διπλός΄)]
- εξωσυζυγικός -ή -ό [eksosizijikós] Ε1 : για ερωτική σχέση που έχει κάποιος με τρίτο πρόσωπο, δηλαδή όχι με το σύζυγο ή τη σύζυγό του: Εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις / δραστηριότητες. Zήτησε διαζύγιο, όταν πληροφορήθηκε τις εξωσυζυγικές περιπέτειες του συζύγου της.
[λόγ. εξω- + συζυγικός μτφρδ. γαλλ. extra-conjugal]
- ζύγαινα η [zíjena] Ο27 : α. είδος καρχαρία που ζει στις τροπικές θάλασσες και σπάνια στη Mεσόγειο. β. είδος εντόμου.
[αρχ. ζύγαινα]
- ζυγαριά η [ziγarjá] Ο24 : όργανο με το οποίο μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγός: H ~ του μανάβη / του μπακάλη. Aυτόματη ~. ~ ακριβείας. Bάζω κτ. στη ~, το ζυγίζω και μτφ., υπολογίζω τη σημασία του, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.
[μσν. ζυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *ζυγάρ(ιον) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. ζυγ(ός) -άριον]