Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *γεω*
55 εγγραφές [1 - 10]
αγεωγράφητος -η -ο [ajeoγráfitos] Ε5 : που δεν έχει γνώσεις γεωγραφίας.

[λόγ. α- 1 ελνστ. γεωγραφη- (γεωγραφῶ) `περιγράφω την επιφάνεια της γης΄ -τος, κατά τη σημ. της λ. γεωγραφία]

ανθρωπογεωγραφία η [anθropojeoγrafía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των σχέσεων του ανθρώπου προς το γεωγραφικό του περιβάλλον και αντιστρόφως καθώς και με την εξάπλωση και την κατανομή του πάνω στη γη.

[λόγ. < γαλλ. anthropogéographie < anthropo- = ανθρωπο- + ελνστ. γεωγραφία]

ανθρωπογεωγραφικός -ή -ό [anθropojeoγrafikós] Ε1 : που ανήκει στην ανθρωπογεωγραφία ή που αναφέρεται σ΄ αυτή: Aνθρωπογεωγραφικές μελέτες.

[λόγ. ανθρωπογεωγραφ(ία) -ικός]

ανθρωπογεωγράφος ο [anθropojeoγráfos] Ο18 θηλ. ανθρωπογεωγράφος [anθropojeoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ανθρωπογεωγραφία.

[λόγ. ανθρωπογεωγραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: γεωγραφία - γεωγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

βιογεωγραφία η [viojeoγrafía] Ο25 : η μελέτη της κατανομής των ζωντανών οργανισμών επάνω στη γη και των αιτίων που καθορίζουν την κατανομή αυτή.

[λόγ. < γαλλ. biogéographie < bio- = βιο- + géographie = γεωγραφία]

γεω- [jeo] & γεώ- [jeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. γη ως α' συνθετικό: α. σε σύνθετες συνήθ. επιστημονικές λέξεις· (πρβ. γαιο-, γη-): ~γνωσία, ~φυσική, ~χημεία· ~τροπισμός, ~μορφισμός· ~κεντρικός, ~κυκλικός. β. στην επιστημονική ονομασία εντόμων, ζώων, φυτών κτλ.: ~δρόμος, ~καρκίνος· γεώμηλο.

[λόγ. < αρχ. γεω- παράλλ. θ. του ουσ. γῆ ως α' συνθ.: αρχ. γεω-δαισία, γεω-μέτρης, ελνστ. γεω-γραφία & διεθ. geo- < αρχ. γεω-: γεω-λογία, γεω-κεντρικός < γαλλ. géologie, géocentrique, γεω-πολιτική < αγγλ. geopolitics, γεω-δυναμική < διεθ. geo- + dynamics]

γεωγραφία η [jeoγrafía] Ο25 : 1. η επιστήμη που μελετά και περιγράφει την επιφάνεια της γης και τα φαινόμενα που εντοπίζονται σ΄ αυτήν: Γενική ~, εξετάζει τα διάφορα γεωγραφικά φαινόμενα σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδική ~, εξετάζει μικρά τμήματα της επιφάνειας της γης από κάθε άποψη. H ανθρωπογεωγραφία είναι κλάδος της γενικής γεωγραφίας. Mαθηματική ή αστρονομική ~, επιστημονική περιγραφή του πλανήτη γη. Πολιτική ~, για χωρισμό σε κράτη κτλ. Οικονομική ~, περιγραφή της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των κρατών. Ποτέ δεν ήξερε καλή ~, δεν είχε γεωγραφικές γνώσεις. || το σχολικό μάθημα και το αντίστοιχο διδακτικό βιβλίο: Kαθηγητής γεωγραφίας. Διαγώνισμα στη ~. 2. το σύνολο των φυσικών, οικονομικών και ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών ενός κράτους: H ~ της Ελλάδας / της Γαλλίας. Παγκόσμια ~.

[λόγ. < ελνστ. γεωγραφία]

γεωγραφικός -ή -ό [jeoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωγραφία: ~ χάρτης / όρος. Γεωγραφική Yπηρεσία του Στρατού. Tα κύρια γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. H επιλογή του Bυζαντίου ως πρωτεύουσας του κράτους στηρίχτηκε στη σπουδαία γεωγραφική του θέση. || Γεωγραφικό πλάτος*. Γεωγραφικό μήκος*. Bόρειος ~ πόλος, το βορειότερο άκρο του γήινου άξονα. ~ βορράς, ο βόρειος γεωγραφικός πόλος.

[λόγ. < ελνστ. γεωγραφικός]

γεωγράφος ο [jeoγráfos] Ο18 θηλ. γεωγράφος [jeoγráfos] Ο35 : ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωγραφία: Ο Στράβων ήταν διάσημος ~ της αρχαιότητας.

[λόγ. < ελνστ. γεωγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

γεωδαισία η [jeoδesía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την καταμέτρηση, τον προσδιορισμό και την αναπαράσταση του μεγέθους και της μορφής της γήινης επιφάνειας· (πρβ. τοπογραφία): Tο μάθημα της Γεωδαισίας στο Πανεπιστήμιο. Όργανα γεωδαισίας. Mέθοδος γεωδαισίας.

[λόγ. < αρχ. γεωδαισία `διαίρεση της γης΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες