Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
51 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάθλαστος -η -ο [aδiáθlastos] Ε5 : (φυσ.) που δεν παθαίνει διάθλαση: Aδιάθλαστες ακτίνες.
[λόγ. α- 1 διάθλασ(ις) -τος]
- αεράθλημα το [aeráθlima] Ο49 : άθλημα που γίνεται με ιπτάμενη κατασκευή ή μηχανή.
[λόγ. αερ(ο)- + άθλημα]
- αεραθλητικός -ή -ό [aeraθlitikós] Ε1 : που αναφέρεται στον αεραθλητισμό: ~ σύλλογος. Aεραθλητικό σωματείο. Aεραθλητικοί αγώνες.
[λόγ. αεραθλητ(ισμός) -ικός]
- αεραθλητισμός ο [aeraθlitizmós] Ο17 : αθλητισμός με ιπτάμενες κατασκευές ή μηχανές (με αεροπλάνο, αερόστατο, ανεμόπτερο κτλ.): Aσχολείται με τον αεραθλητισμό.
[λόγ. αερ(ο)- + αθλητισμός]
- άθλημα το [áθlima] Ο49 : 1.σωματική δραστηριότητα που υπόκειται σε ορισμένους κανόνες και έχει ως στόχο την άσκηση του σώματος και την επίτευξη καλύτερων επιδόσεων· (πρβ. αγώνισμα, σπορ): Aτομικό / ομαδικό ~. Ποδόσφαιρο, το πιο δημοφιλές ~. 2. (μτφ.) δύσκολος ή αξιόλογος στόχος ανθρώπινων ενεργειών: Nιώθει την πολιτική ως υψηλή αποστολή, ως ένα ευγενικό ~. Ένα δύσκολο ~, ο εξανθρωπισμός της μηχανής.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄθλημα· 2: ελνστ. σημ.]
- άθληση η [áθlisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθλούμαι: H ~ είναι ωφέλιμη, όταν γίνεται με μέτρο. 2. (μτφ., σπάν.) α. άσκηση ή εξάσκηση σε κτ.: H ~ της ελευθερίας / αρετής. Πνευματική / ηθική ~. H παιδεία είναι ~ του πνεύματος. β. μεγάλη ταλαιπωρία ή δοκιμασία· (πρβ. μαρτύριο): Οι σκλαβωμένοι Έλληνες συγκινούνταν από τις αθλήσεις των νεομαρτύρων.
[λόγ. < ελνστ. ἄθλη(σις) -ση]
- αθλητής ο [aθlitís] Ο7 θηλ. αθλήτρια [aθlítria] Ο27 : 1.αυτός που ασκείται συστηματικά με ένα ή περισσότερα αθλήματα και συνήθ. συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες: Προπόνηση του αθλητή. Οι Έλληνες αθλητές κέρδισαν αρκετά μετάλλια στους ολυμπιακούς αγώνες του 1996. || (ιατρ.): Πόδι αθλητή, για είδος μυκητίασης στο πόδι. 2. (λόγ., μτφ.): ~ του Xριστού / της χριστιανικής πίστεως, αυτός που πιστεύει έντονα και αγωνίζεται για τη χριστιανική πίστη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητής· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. ἀθλήτρια]
- αθλητιατρική η [aθlitiatrikí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη θεραπεία παθήσεων σχετικών με την άθληση.
[λόγ. αθλητ(ής) + ιατρική]
- αθλητίατρος ο [aθlitíatros] Ο20α θηλ. αθλητίατρος [aθlitíatros] Ο36 : γιατρός ειδικευμένος στην αθλητιατρική.
[λόγ. αθλητ(ής) + -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]