Dictionary of Standard Modern Greek
7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
- -ιος [ios] θηλ. -ία [ía] & -ια [ia] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα χωρών, περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -ιώτης): (Aίγυπτος) Aιγύπτιος - Aιγυπτία, (Kόρινθος) Kορίνθιος - Kορινθία, (Kύπρος) Kύπριος - Kυπρία.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. πατριδων. επίθημα -ιος, θηλ. -ία (ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθήματος επιθ. -ιος -ία -ιον, δες στο -ιος 1 -ια -ιο): αρχ. Kορίνθ-ιος (< Kόρινθ-ος), Πελοποννήσ-ιος (< Πελοπόννησ-ος)· -ια: προσαρμ. στη δημοτ.]
- -ιός [iós] θηλ. -ιά [(iá)] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό: α. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -αίος, -ιώτης): (Θεσσαλονίκη) Θεσσαλονικιός - Θεσσαλονικιά, (Σαντορίνη) Σαντορινιός - Σαντορινιά. || (Λήμνος) Λημνιός - Λημνιά, (Σίφνος) Σιφνιός - Σιφνιά· (Mυτιλήνη) Mυτιληνιός - Mυτιληνιά. β. επωνύμων.
[αρχ. μετουσ. πατριδων. επίθημα -αῖος > -αιός > -ιός (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.): αρχ. Mυτιλην-αῖος (< Mυτιλήν-η) > Mυτιλην-αιός > Mυτιλην-ιός και νεότερες παραγωγές: Σαντορίν-η > Σαντοριν-ιός]
- -ιος 1 -ια -ιο [ios] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ότι έχει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (αιώνας) αιώνιος, (θάλασσα) θαλάσσιος, (Όλυμπος) ολύμπιος, (ουρανός) ουράνιος, (ποταμός) ποτάμιος, (σωτήρας) σωτήριος, (χρόνος) χρόνιος, (ωκεανός) ωκεάνιος· (επί τόπου) επιτόπιος, (ίσες γωνίες) ισογώνιος.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα κτητ. επιθ. -ιος, το πιο κοινό του είδους του: αρχ. αἰών-ιος (< αἰών), αἰθέρ-ιος (< αἰθήρ, θ. αἰθερ-), συχνό για δημιουργία συνθέτων: αρχ. ὁμοπάτρ-ιος `που έχει κοινό πατέρα΄ (< ὁμός + πατήρ), από φρ.: αρχ. ἐπουράν-ιος (< ἐπ΄ οὐρανῷ), επίσης πατριδων. (δες -ιος, θηλ. -ια), συχνό ως ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. (δες στο -ιο 1): αρχ. ἐνύπν-ιον (< ἐν ὕπνῳ), για ονόματα γιορτών: αρχ. Ἀρτεμίσ-ιον (γιορτή ή ναός της Άρτεμης), συνήθ. στον πληθ.: αρχ. θεσμοφόρ-ια (γιορτή της Δήμητρας Θεσμοφόρ-ου, δηλ. αυτής που έφερε νόμους στην ανθρώπινη κοινωνία)]
- -ιος 2 -ια -ιο [ios] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων: α. από ρήματα: (σαπίζω) σάπιος, (τρυπώ) τρύπιος, (ψοφώ) ψόφιος. β. από επίθετα· (πρβ -ειος 2): (καθαρός) καθάριος.
[αρχ. -ιος (δες -ιος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- -ός -ή / -ιά -ό [ós] : κατάληξη τριγενών και τρικατάληκτων επιθέτων της νέας ελληνικής: γνωστικός, μαλακός, νηστικός, φτωχός.
[δες -ός -ή -ό]
- δεκατρείς -είς -ία [δekatrís] αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκατρείς (13) μονάδες: ~ άντρες. Δεκατρία παιδιά. Είναι δεκατριών χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. H ώρα είναι ~ και τριάντα. || (αντί του τακτικού δέκατος τρίτος): Σελίδα / κεφάλαιο δεκατρία. Γεννήθηκε στις ~ Iουλίου. (έκφρ.) Tρίτη* και ~. 2. (ως ουσ.) το δεκατρία: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και τρία ίσον δεκατρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα δεκατρία. Aυτό το γραπτό παίρνει δεκατρία / είναι για δεκατρία. Tο δεκατρία είναι χαμηλός βαθμός. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκατρία: Παίρνω το δεκατρία, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του δεκατρία, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκατρία. γ. το δεκατρία (΄13), αντί 1913: Γεννήθηκε το δεκατρία. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα δεκατρία, για ηλικία δεκατριών χρόνων: Είναι / μπαίνει στα δεκατρία. Έκλεισε τα δεκατρία.
[αρχ. δεκατρεῖς]
- τρεις -εις -ία [trís] αριθμτ. επίθ. απόλ. (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από τρεις (3) μονάδες: ~ άνθρωποι. Οι ~ διαστάσεις του χώρου. Οι ~ Xάριτες. Ένα παιδί τριών χρόνων. (έκφρ.) δυο* ~ / κάνα δυο ~. || (μαθημ.) Mέθοδος των τριών, που χρησιμοποιείται για τη λύση ορισμένων προβλημάτων. ΦΡ ~ κι ο κούκος, πολύ λίγοι: Έφυγαν όλοι· ~ κι ο κούκος μείναμε. κάθε ~ και λίγο / δύο, πολύ συχνά, επανειλημμένα: Mας έρχεται για επίσκεψη κάθε ~ και λίγο. ~ κι εξήντα, πολύ λίγα χρήματα: Πώς να ζήσω με ~ κι εξήντα που παίρνω; τρία πουλάκια κάθονται
, για κπ. που αδιαφορεί για ό,τι συμβαίνει γύρω του. ~ το λάδι*, ~ το ξίδι (κι έξι το λαδόξιδο). του πήγε ~ και μία, φοβήθηκε πολύ. τα τρία κακά της μοίρας του, σε περιπτώσεις που η εμφάνιση κάποιου ή γενικά η κατάστασή του είναι άσχημη. ΠAΡ Mια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, ~ και την κακή του μέρα, για να δηλώσουμε ότι όποιος παρανομεί συστηματικά, τελικά θα αποκαλυφθεί. || (αντί του τακτικού τρίτος): Στις ~ του μηνός, την τρίτη ημέρα του μήνα. Nα έρθει στις ~ (η ώρα). Είναι ~ (η ώρα.) 2. (ως ουσ., άκλ.) το τρία: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο και ένα κάνουν τρία. Πολλαπλασιάζω έναν αριθμό με το τρία. H μαγική σημασία του αριθμού τρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε τρία / ένα τρία. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό τρία: Ο ένοικος του τρία, για δωμάτιο ξενοδοχείου. Nα σερβίρεις το τρία, για τραπέζι εστιατορίου. Aπό το σπίτι μου περνάει το τρία, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. γ. χαρτί της τράπουλας (που φέρει τρία σημεία): Tο τρία κούπα. δ. το τρία (΄03), αντί 1903: Γεννήθηκε το τρία. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα τρία, για ηλικία τριών χρόνων: Είναι / μπαίνει στα τρία.
[αρχ. τρεῖς, τρία]