Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφθαρσία η [afθarsía] Ο25 : η ιδιότητα του άφθαρτου: H ~ της ψυχής, η αθανασία, η αιωνιότητα. Ο νόμος της αφθαρσίας της ύλης του Λαβουαζιέ. (έκφρ.) μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στο αποφασιστικό, καθοριστικό σημείο για την εξέλιξη μιας κατάστασης.
[λόγ. < ελνστ. ἀφθαρσία]
- άφθαρτος -η -ο [áfθartos] Ε5 : α.που δεν έπαθε φθορά. ANT φθαρμένος: H παράσταση σώζεται εντελώς άφθαρτη. β. που δεν παθαίνει φθορά, που δε φθείρεται μερικώς ή ολικώς: Άφθαρτα υλικά. H ψυχή είναι αιώνια και άφθαρτη.
[λόγ. < ελνστ. ἄφθαρτος, αρχ. σημ.: `αιώνιος΄]
- διεφθαρμένος -η -ο [δiefθarménos] Ε3 μππ. του διαφθείρω : που τον έχουν διαφθείρει ή που έχει διαφθαρεί· ανήθικος·. α. που έχει χάσει κάθε ηθικό φραγμό, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο της ανηθικότητας: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Διεφθαρμένη γυναίκα. || (παρωχ.) σεξουαλικά ανήθικος, συνήθ. για γυναίκα. β. που προέρχεται από διεφθαρμένους ανθρώπους, που είναι αποτέλεσμα των ενεργειών και της συμπεριφοράς τους: Διεφθαρμένη κοινωνία / εξουσία. Διεφθαρμένο καθεστώς.
[λόγ. < αρχ. διεφθαρμένος `κατεστραμμένος΄ μππ. του ρ. διαφθείρω σημδ. γαλλ. corrompu]
- εφθαρμένος -η -ο [efθarménos] Ε3 : (λόγ.) φθαρμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἐφθαρμένος μππ. του αρχ. φθείρω]
- παρεφθαρμένος -η -ο [parefθarménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει παραφθαρεί, που έχει υποστεί φθορά, αλλοίωση, αλλαγή προς το χειρότερο: Παρεφθαρμένο χωρίο αρχαίου συγγραφέα.
[λόγ. < ελνστ. παρεφθαρμένος μππ. του παραφθείρω]
- φθαρτικός -ή -ό [fθartikós] Ε1 : που προξενεί, επιφέρει φθορά, βλάβη· φθοροποιός, καταστρεπτικός: Οι καταχρήσεις και οι υπερβολές είναι φθαρτικές για την υγεία.
[λόγ. < αρχ. φθαρτικός]
- φθαρτός -ή -ό [fθartós] Ε1 : που μπορεί να φθαρεί, που υπόκειται σε φθο ρά. ANT άφθαρτος: Tο σώμα είναι φθαρτό, η ψυχή είναι άφθαρτη. Φθαρ τά υλικά.
[λόγ. < αρχ. φθαρτός]