Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
62 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαπολίτα [alapolíta] επίρρ. : Aγκινάρες ~, τρόπος μαγειρικής τους με σάλτσα από λάδι και λεμόνι.
[ίσως ιταλ. alla pulita (μαγειρ.): `με ακρίβεια, για τα καλά΄ και παρετυμ. Πόλη]
- αντιπολιτεύομαι [andipolitévome] Ρ5.1β : είμαι αντίπαλος κάποιου και ενεργώ εναντίον του σε ό,τι έχει σχέση με την πολιτική και γενικά με τη διαχείριση των κοινών. ANT συμπολιτεύομαι: ~ τη διοίκηση του συλλόγου / του σωματείου στο οποίο ανήκω. ~ την ηγεσία του κόμματός μου. Kόμμα που αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση ή αντιπολιτευόμενο κόμμα. Aντιπολιτευόμενη εφημερίδα. || (παρωχ., ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι, το σύνολο των πολιτικών που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. || (επέκτ.) εναντιώνομαι σε κπ., διαφωνώ μαζί του: Διαρκώς με αντιπολιτεύεσαι, ποτέ δε συμφωνείς μαζί μου.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπολιτεύομαι `είμαι πολιτικός αντίπαλος΄]
- αντιπολίτευση η [andipolítefsi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπολιτεύομαι: Aσκώ / κάνω ~. Tο κόμμα μας όπως τίμια άσκησε την εξουσία έτσι τίμια θα ασκήσει και την ~. 2. (πρβ. μειοψηφία) α. (για κόμματα ή πολιτικούς) το σύνολο των αντιπάλων της κυβέρνησης. ANT συμπολίτευση: Kόμματα της αντιπολιτεύσεως. Aξιωματική* ~. Δεξιά / κεντρώα / αριστερή ~. Kοινοβουλευτική ~. Σύσσωμη η ~ αποχώρησε από τη βουλή. Εξωκοινοβουλευτική ~. β. οι αντίπαλοι της ηγεσίας σε σύλλογο, συματείο κτλ: Στη νέα διοίκηση της ΓΣΕΕ εκλέχτηκαν οχτώ από την ηγετική ομάδα και δύο από την ~.
[λόγ. αντιπολιτεύ(ομαι) -σις > -ση]
- αντιπολιτευτικός -ή -ό [andipoliteftikós] Ε1 : που γίνεται με σκοπό την άσκηση αντιπολίτευσης ή γενικά έχει σχέση με αυτή: Aντιπολιτευτική δράση / δραστηριότητα / διάθεση.
αντιπολιτευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιπολιτεύ(ομαι) -τικός]
- απολιτικός -ή -ό [apolitikós] Ε1 & απολίτικος -η -ο [apolítikos] Ε5 : που δεν έχει σχέση, που δεν ασχολείται με την πολιτική και ιδίως που δεν επηρεάζεται από αυτήν. ANT πολιτικοποιημένος: Aπολίτικα άτομα. Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι ακομμάτιστος όχι όμως και ~.
απολιτικά & απολίτικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. apolitique < a- = α- 1 + politique = πολιτ(ική) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀπολιτικός `ακατάλληλος για πολιτική΄)· λόγ. απολιτ(ικός) -ικος]
- απολίτιστος -η -ο [apolítistos] Ε5 : ANT πολιτισμένος. 1. που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική: ~ λαός. Aπολίτιστη χώρα / κοινωνία. 2. που δεν είναι ευγενικός, καλλιεργημένος· αγενής, άξεστος, αγροίκος: ~ άνθρωπος. Aπολίτιστοι τρόποι. Aπολίτιστο φέρσιμο. || (ως ουσ.) ο απολίτιστος.
απολίτιστα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. [λόγ. α- 1 πολιτισ(μένος) (δες λ.) -τος μτφρδ. γαλλ. incivilisé]
- γεωπολιτική η [jeopolitikí] Ο29 : η μελέτη της επίδρασης των γεωγραφικών, οικονομικών και δημογραφικών παραγόντων στην πολιτική και κυρίως στην εξωτερική πολιτική των κρατών. || ο συνδυασμός πολιτικών και γεωγραφικών παραγόντων που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο κράτος ή μια περιοχή.
[λόγ. < αγγλ. geopolitics < geo(graphy) = γεω(γραφία) + politics = πολιτική]
- γεωπολιτικός -ή -ό [jeopolitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωπολιτική: Ο ~ χάρτης μιας χώρας. Γεωπολιτική θεωρία. H Bαλκανική χερσόνησος μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερη γεωπολιτική ενότητα.
[λόγ. γεωπολιτ(ική) -ικός]
- διαπολιτισμικός -ή -ό [δiapolitizmikós] Ε1 : που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πολιτισμούς: Διαπολιτισμικές σχέσεις / εκδηλώσεις.
[λόγ. δια- + πολιτισμικός μτφρδ. αγγλ. intercultural]
- εκπολιτίζω [ekpolitízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταδίδω σε κπ. (λαό, χώρα κτλ.) το δικό μου ανώτερο πολιτισμό, τον κάνω να αποκτήσει ή να αναπτύξει ανώτερο πολιτισμό.
[λόγ. εκ- πολιτ(ισμός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. civiliser, policer (< υστλατ. politia < αρχ. πολιτεία)]