Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταστάς ο [metastás] Ο γεν. μεταστάντος, αιτ. μεταστάντα, πληθ. μεταστάντες θηλ. μεταστάσα [metastása] Ο γεν. μεταστάσης : (λόγ., επίσ.) για νεκρό άνθρωπο.
[λόγ. μεταστάς, θηλ. μεταστάσα < μτχ. αορ. του αρχ. ρ. μεθίστημι, μεθίσταμαι `περνώ΄, ελνστ. σημ.: `πεθαίνω΄]
- μετάσταση η [metástasi] Ο33 : 1. (ιατρ.) μετατόπιση της ασθένειας από ένα σημείο του οργανισμού σε άλλο: Εκδηλώθηκε ~ του καρκίνου από το πάγκρεας στο στομάχι. 2. (σπάν.) μεταστροφή, αλλαγή: Iδεολογική / πολιτική ~ κάποιου.
[λόγ. < αρχ. μετάστα(σις) `μεταφορά της θέσης της νόσου΄ -ση με εξειδίκευση της σημ. κατά το νλατ. metastasis (στη νέα σημ.) < αρχ. μετάστασις]
- μεταστατικός -ή -ό [metastatikós] Ε1 : που οφείλεται στη μετάσταση ή που προέρχεται από μετάσταση1: ~ όγκος.
[λόγ. μετάστα(σις)1 -τικός (διαφ. το ελνστ. μεταστατικός `που αναφέρεται στη μεταφορά του λόγου σε υποθετική κατάσταση΄)]