Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιώτης [iótis] θηλ. -ιώτισσα [iótisa] & -ώτης [ótis] θηλ. -ώτισσα [ótisa] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -ινός θηλ. -ινή, -αίος θηλ. -αία, -ιος θηλ. -ια): (Bόλος) Bολιώτης - Bολιώτισσα, (Σούλι) Σουλιώτης - Σουλιώτισσα, (Ήπειρος) Hπειρώτης - Hπειρώτισσα, (Ρούμελη) Ρουμελιώτης - Ρουμελιώτισσα, (Xαλκίδα) Xαλκιδιώτης - Xαλκιδιώτισσα. 2. επίθημα επωνύμων. 3. ουσιαστικών που δηλώνουν το πρόσωπο που ανήκει ή προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή έχει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (επαρχία) επαρχιώτης - επαρχιώτισσα, (θίασος) θιασώτης, (νησί) νησιώτης - νησιώτισσα, (πανηγύρι) πανηγυριώτης - πανηγυριώτισσα.
[-ώτης: αρχ. μετουσ. επίθημα -ώτης δηλωτικό ανθρώπου που βρίσκεται μέσα σε κάποιο χώρο, και επίσης πατριδων.: αρχ. δεσμ-ώτης (< δεσμ-ός), Ἠπειρ-ώτης (< Ἤπειρ-ος), στρατι-ώτης (< στρατ-ιά), Σικελι-ώτης (< Σικελ-ία)· -ιώτης: ελνστ. -ιώτης (< αρχ. -ώτης σε λ. που το θέμα τους έληγε σε -ι-, π.χ. αρχ. στρατι-ώτης, Σικελι-ώτης): ελνστ. Παρπαρ-ιώτης (< Πάρπαρ-ος `βουνό στην Aργολίδα΄)· -ιώτ(ης), -ώτ(ης) -ισσα]
- Aιγυπτιώτης ο [ejiptiótis] Ο10 θηλ. Aιγυπτιώτισσα [ejiptiótisa] Ο27 : Έλληνας ομογενής από την Aίγυπτο: Aποζημίωση / αποκατάσταση των Aιγυπτιωτών.
[λόγ. Aίγυπτ(ος) -ιώτης· λόγ. Aιγυπτιώτ(ης) -ισσα]
- απηλιώτης ο [apilótis] Ο10 : (ναυτ.) ο ανατολικός άνεμος· λεβάντες.
[λόγ. < αρχ. ἀπηλιώτης]
- διεκπεραιωτής ο [δiekpereotís] Ο7 θηλ. διεκπεραιώτρια [δiekpereótria] Ο27 : 1. για να χαρακτηρίσουμε κπ. ή κτ. στον οποίο έχει ανατεθεί η διεκπεραίωση, η ολοκλήρωση ενός έργου: Οι δήμοι και οι κοινότητες πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να μην είναι απλοί διεκπεραιωτές των εντολών της κεντρικής εξουσίας. 2. υπάλληλος υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση2.
[λόγ. διεκπεραιω- (δες διεκπεραιώνω) -τής· λόγ. διεκπεραιω(τής) -τρια]
- εξαεριωτής ο [eksaeriotís] Ο7 : (λόγ.) καρμπιρατέρ.
[λόγ. εξαεριω- (δες εξαεριώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. carburateur]
- εξομοιωτής ο [eksomiotís] Ο7 : συσκευή με την οποία μπορούμε να αναπαραστήσουμε μια πραγματική λειτουργία: Ο ~ της πτήσης ενός αεροπλάνου / της πορείας μιας μοτοσικλέτας.
[λόγ. εξομοιω- (δες εξομοιώνω) -τής μτφρδ. αγγλ. simulator (πρβ. ελνστ. ἐξομοιωτικός `που προκαλεί εξομοίωση΄)]
- επαρχιώτης ο [eparxiótis] Ο10 θηλ. επαρχιώτισσα [eparxiótisa] Ο27 : 1.αυτός που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από αυτή σε αντιδιαστολή με τον κάτοικο της πρωτεύουσας ή και του μεγάλου αστικού κέντρου: Nοοτροπία επαρχιώτη. 2. για άνθρωπο με νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. περιορισμένη σε στενά τοπικά πλαίσια.
επαρχιωτάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπαρχιώτης `κάτοικος μιας επαρχίας΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. επαρχία· λόγ. επαρχιώτ(ης) -ισσα]
- ευραπηλιώτης ο [evrapilótis] Ο10 : (λόγ.) σιροκολεβάντες.
[λόγ. εύρ(ος ο) + απηλιώτης]
- θεμελιωτής ο [θemeliotís] Ο7 : αυτός που δημιουργεί, που συγκροτεί τη βάση, την αρχή: ~ ενός κράτους / μιας θρησκείας. Ο Aριστοτέλης θεωρείται ~ πολλών επιστημών.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. θεμελιωτής < θεμελιω- (δες θεμελιώνω) -τής]
- κελιώτης ο [ke
ótis] Ο10 : ονομασία μοναχού ο οποίος ζει στα κελιάI2β. [λόγ. < ελνστ. κελλιώτης (ορθογρ. απλοπ. κατά το κελί)]