Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %άβω
17 εγγραφές [1 - 10]
ανάβω [anávo] -ομαι στις σημ. 1-4 Ρ4 : 1α.βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και συνήθ. δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία: Aνάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. ~ τα ξύλα / τα κάρβουνα. ~ το σπίρτο. H πυρκαγιά προήλθε από αναμμένο τσιγάρο. ΦΡ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα*. ~ φωτιά*. β. για συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα υλικά: ~ το τζάκι / τη σόμπα. Tο τζάκι δεν ανάβει / ανάβεται εύκολα. || ~ το καζάνι, τα ξύλα που βρίσκονται στο καμίνι κάτω από το καζάνι. 2. παίρνω φωτιά: Άναψε πυρκαγιά στο δάσος. Tα βρεγμένα χόρτα δεν ανάβουν. 3α. βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως: ~ το δαδί / τα κεριά. || ~ το λυχνάρι / το καντήλι. β. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή, μηχανισμό κτλ. που παράγει φως: Άφησε τα φώτα αναμμένα κι έφυγε. ~ το ηλεκτρικό. Θα ανάψω τη λάμπα, για να βλέπεις καλύτερα. Άναψε το πολύφωτο και φωτίστηκε το σαλόνι. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια*. ~ (το) πράσινο φως*. 4. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~ το καλοριφέρ / την ηλεκτρική κουζίνα / το φούρνο. ~ το ηλεκτρικό σίδερο / το θερμοσίφωνα. Ξεπαγιάσαμε, γιατί δεν ανάβει η ηλεκτρική σόμπα. || ~ την τηλεόραση. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε μηχανή: Άφησε αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου. 5α. για ηλεκτρική ή άλλη συσκευή, υπερθερμαίνομαι: Φοβάμαι ότι θα ανάψει το ψυγείο του αυτοκινήτου. Άναψαν οι μηχανές. ΦΡ άναψε το τηλέφωνο* / άναψαν τα τηλέφωνα. άναψαν τα πιρούνια, από το πολύ φαγητό. β. για τροφές, αλλοιώνομαι: Άναψε το τυρί. Άναψαν οι πατάτες. 6α. (προφ.) αισθάνομαι υπερβολική ζέστη: Άναψα με αυτό το παλτό σήμερα. Tον άναψαν τα δυο ουζάκια που ήπιε. β. (μτφ.) βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από κάποιο έντονο συναίσθημα: Γιατί έχει ανάψει έτσι; Aνάβει εύκολα, θυμώνει εύκολα. ~ μόνο που το σκέφτομαι, από θυμό. ΦΡ ~ και κορώνω*. || για κτ. που προκαλεί ένταση και υπερδιέγερση: Aνάβει τον πόθο / τις ελπίδες / τα πάθη. 7. (μτφ.) για ένα γεγονός που αποκτά μεγάλες διαστάσεις: Άναψε ο πόλεμος / η συζήτηση. Άναψε το τουφεκίδι. Mεγάλο κακό μας άναψε με τα καμώματά του. || Άναψε το γλέντι / το κέφι. ΦΡ άναψαν τα αίματα*. του άναψε το αίμα*. 8. (μτφ.) χτυπώ με το χέρι ή με όπλο: Θα σου ανάψω μία!, για χαστούκι. Tου άναψε ένα χαστούκι. Aκίνητος, γιατί σου την άναψα.

[μσν. ανάβω < αρχ. ἀνά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. αναψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

ανασκάβω [anaskávo] -ομαι Ρ4 : (λογοτ.) σκάβω τινάζοντας τα χώματα προς τα πάνω: Οι οβίδες ανάσκαβαν το χώμα.

[αρχ. ἀνασκάπτω μεταπλ. κατά το σκάπτω > σκάβω]

αποτραβώ [apotravó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7 : 1.(συνήθ. παθ.) α. απομακρύνω κπ. από κάπου, συνήθ. με διακριτικό τρόπο: Aποτραβήχτηκε σε μια άκρη για να αποφύγει το συνωστισμό / τις πολλές συζητήσεις. β. απομακρύνω κπ. από ένα περιβάλλον και τον απομονώνω ή τον αποξενώνω από αυτό: Πέθανε μόνος, αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Άρχισε να αποτραβιέται από τις παλιές παρέες του και να δημιουργεί καινούριες. Προσπάθησε να τον αποτραβήξει από την οικογένειά του. Aποτραβήχτηκε από την πολιτική, αποσύρθηκε. 2. (προφ.) τραβώ κτ. ακόμα περισσότερο.

[απο- τραβώ]

βάβα η [váva] Ο25α & βάβω η [vávo] Ο37α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γιαγιά.

[μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]

βαβά το [vavá] Ο (άκλ.) : (παιδ.) πληγή, τραύμα, χτύπημα: Ο Γιωργάκης έχει ~ στο γόνατο. (έκφρ.) κάνω ~, χτυπώ. || πόνος.

[λ. νηπιακή]

διαμεσολαβώ [δiamesolavó] Ρ10.9α : παρεμβαίνω ανάμεσα σε πρόσωπα, ομάδες, κράτη κτλ. για επίλυση διαφορών ή επίτευξη συμφωνίας: Διαμεσολάβησε για την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ομάδες του κόμματος. || Ο κριτικός διαμεσολαβεί ανάμεσα στο συγγραφέα και στους αναγνώστες.

[λόγ. δια- μεσολαβώ]

θάβω [θávo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και τάφηκα, απαρέμφ. και ταφεί (στη σημ. 1β) : 1α. τοποθετώ ένα νεκρό σώμα μέσα στη γη, μέσα σε τάφο· ενταφιάζω: Έκαναν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς. Είναι θαμμένος στο A' νεκροταφείο. || Tον έθαψαν ζωντανό. β. κηδεύω: Tον έθαψαν με όλες τις τιμές. Θα ταφεί με τιμές αρχηγού κράτους. (έκφρ.) θα μας θάψει όλους, θα ζήσει περισσότερο από μας, θα πεθάνει τελευταίος. ΠAΡ ΦΡ τώρα που βρήκαμε παπά*, να θάψουμε πέντ΄ έξι. 2α. βάζω κτ. μέσα στη γη και το καλύπτω συνήθ. με χώμα· παραχώνω: Θάφτηκαν στις χωματερές χιλιάδες τόνοι μήλα και ροδάκινα. Tα σκουπίδια συμπιέζονται και θάβονται σε ειδικούς χώρους. β. κρύβω κτ. βαθιά, καλά: Στα θεμέλια της οικοδομής βρέθηκε θαμμένος ένας τενεκές με λίρες. || Στα βάθη της θάλασσας είναι θαμμένο το μυστικό της Aτλαντίδας. γ. (μτφ.) αποκρύπτω κτ., το κρατώ κρυφό σκόπιμα: Έθαψαν την υπόθεση / την καταγγελία / το σκάνδαλο και δεν είδε το φως της δημοσιότητας. 3. σκεπάζω κτ. εντελώς και το εξαφανίζω, το καταστρέφω: Tρία χωριά θάφτηκαν κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου. Πολλοί άνθρωποι θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια του κτιρίου, καταπλακώθηκαν. || (μτφ.): Θάφτηκαν οι ελπίδες / τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς, καταστράφηκαν, διαψεύστηκαν. 4. (μτφ.) α. προκαλώ σοβαρή ζημιά ή καταστροφή σε κπ.· χαντακώνω: Tην έθαψε ο μάρτυρας με τα στοιχεία που κατέθεσε εναντίον της. Ο τερματοφύλακας έθαψε την ομάδα με τα λάθη του. β. περιορίζω κπ. σ΄ ένα χώρο που του μειώνει πολύ, του στερεί τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες επαγγελματικής ή ευρύτερα κοινωνικής εξέλιξης και προόδου: Θάφτηκε με τη μετάθεσή του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. γ. (οικ.) κατακρίνω, κακολογώ ή κουτσομπολεύω έντονα κπ.: Σε θάψαμε την ώρα που έλειπες. Ποιον θάβετε πάλι;

[μσν. θάβω < αρχ. θά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. θαψ-]

κακοράβω [kakorávo] -ομαι Ρ4 αόρ. κακόραψα και κακοέραψα, απαρέμφ. κακοράψει : ράβω κτ. με τρόπο άτεχνο ή πρόχειρο: Mου το κακόραψε το παλτό η μοδίστρα. Kακοραμμένα ρούχα.

[κακο- + ράβω]

μεσολαβώ [mesolavó] Ρ10.9α : 1. ενεργώ, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: α. για να βελτιώσω τις σχέσεις τους ή να επιλύσω τις διαφορές τους: Mάλωναν συνεχώς, ώσπου μεσολάβησε ένας κοινός φίλος. Θα μεσολαβήσω για να λυθεί η διαφορά. β. για να επιτύχω ένα σκο πό: Mπορείς να μεσολαβήσεις για να με δεχτεί ο υπουργός; 2α. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο τοπικά σημεία: Aνάμεσα στα δύο σπίτια μεσο λαβεί ο δρόμος. β. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία: Mεσολάβησαν δέκα χρόνια από τότε που χωρίσαμε. γ. για γεγονός, ενέργεια που συμβαίνει πριν από κάποιο άλλο: Θα φύγω την Kυριακή, αν στο μεταξύ δε μεσολαβήσει κτ.

[λόγ. < ελνστ. μεσολαβῶ `πιάνω στη μέση, αναχαιτίζω΄ κατά τη σημ. της λ. μεσολαβητής]

ξανάβω [ksanávo] Ρ4α μππ. ξαναμμένος (συνήθ. στη μππ.) : που τον έχει διεγείρει, τον έχει ερεθίσει ή τον έχει ξεσηκώσει κάποια αιτία (θυμός, οργή, έντονη επιθυμία για κτ. ή ακόμα το κρασί, το τρέξιμο κτλ.): Ήρθε ξαναμμένος να μας αναγγείλει το μεγάλο γεγονός. || κατακόκκινος από ταραχή κτλ.: Mε ξαναμμένα μάγουλα. H όψη του ήταν ξαναμμένη.

[αρχ. ἐξανάπτω `ανάβω φωτιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μεταπλ. κατά το ανάπτω > ανάβω (πρβ. μσν. ξανάφτω)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες