Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίδα 2 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού από αρσενικά πατριδωνυμικά ουσιαστικά· (πρβ. -α 1): (Άγγλος) Aγγλίδα, (Ελβετός) Ελβετίδα, (Γάλλος) Γαλλίδα, (Ρώσος) Ρωσίδα· (Σέρβος) Σερβίδα και Σέρβα. || (Έλ ληνας) Ελληνίδα, (Πέρσης) Περσίδα.
[λόγ. < αρχ. μετον. και μεταρ. επίθημα θηλ. ουσ. -ίς, αιτ. -ίδα, συνήθ. πατρωνυμικών: αρχ. Ἀτλαντ-ίς `κόρη του Άτλαντα΄, εθνικών με βάση τα αντίστοιχα αρσ.: αρχ. Ἑλλην-ίς (< *Ελλην), Περσ-ίς (< Πέρσ-ης), δηλωτικών χώρας: αρχ. Ἀτλαντ-ίς `Aτλαντίδα΄, τεχνικών όρων: αρχ. γραφ-ίς (< γράφ-ω), μικρότερης οντότητας (περίπου υποκορ.): αρχ. θεραπαιν-ίς `μικρή θεράπαινα΄ (θεράπαινα `υπηρέτρια΄), πινακ-ίς (< πίναξ), ή και πιο γενικά θηλ. από αντίστοιχα αρσ.: αρχ. ἡρω-ίς (< ἥρω-ς)]