Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άντζα [ándza] : (λαϊκ.) ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· επιτείνει τη θετική ή αρνητική σημασία της πρωτότυπης λέξης: (μάστορας) μαστοράντζα, (σοφέρ) σοφεράντζα· (πρόστυχος) προστυχάντζα. || (μπροστά) μπροστάντζα.
[παλ. ιταλ. ή βεν. επίθημα αφηρ. ουσ. -anza: amistanza `φιλία, συντεχνία΄]