Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "όμβριος -α -ο"
1 εγγραφή
όμβριος -α -ο [ómvrios] Ε6 : (λόγ.) στον όρο όμβρια ύδατα, βρόχινα νερά.

[λόγ. < αρχ. ὄμβριος, ὄμβρια ὕδατα `νερά της βροχής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες