Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ωστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
ωστικός -ή -ό [ostikós] Ε1 : που ωθεί, που σπρώχνει κτ.: Ωστική δύναμη. Tο ωστικό κύμα από μια έκρηξη.

[λόγ. < αρχ. ὠστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες