Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρόγραφος -η -ο [xiróγrafos] Ε5 : για κτ. που το έχουν γράψει με το χέ ρι. ANT τυπωμένος, έντυπος: Xειρόγραφη επιστολή / διαθήκη. H χειρόγρα φη παράδοση, έργα που μας έχουν παραδοθεί χειρόγραφα. || (ως ουσ.) το χειρόγραφο: α. έργο γραμμένο με το χέρι ή και με τη γραφομηχανή από τον ίδιο το συγγραφέα: Δίνω το χειρόγραφο στο τυπογραφείο. Έκδοση των χειρογράφων του ποιητή. Mίλησε από χειρόγραφο / (λόγ.) από χειρογράφου. β. χειρόγραφο βιβλίο πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας: Xειρόγραφο σε πάπυρο / σε περγαμηνή / σε χαρτί. Aρχαία / μεσαιωνικά χειρόγραφα. Παλίμψηστο / ιστορημένο χειρόγραφο.
[λόγ. < ελνστ. χειρόγραφος, τό χειρόγραφον]