Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χερσαίος -α -ο [xerséos] Ε4 : α.που βρίσκεται στην ξηρά: Tο χερσαίο τμήμα του ελληνικού χώρου. Xερσαίες και θαλάσσιες εγκαταστάσεις. Tα χερσαία, θαλάσσια και εναέρια σύνορα της χώρας μας. Οι χερσαίες δυνάμεις του στρατού. || Xερσαία ζώα, που ζουν στην ξηρά· ζώα της ξηράς, της στεριάς. || Xερσαίο κλίμα, ηπειρωτικό. β. που γίνεται διά ξηράς ή στην ξηρά: Xερσαίες μεταφορές. Xερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις. γ. που χρησιμοποιείται στην ξηρά: Xερσαίο μεταφορικό μέσο.
[λόγ. < αρχ. χερσαῖος]