Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φόρα 1 η [fóra] Ο25α : 1. κίνηση που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, ορμή, δύναμη: Tο αυτοκίνητο έφυγε από το δρόμο κι έπεσε με όλη του τη ~ πά νω σ΄ ένα φράχτη. 2. (συχνά για αθλητή) κίνηση που συνίσταται: α. στη διάνυση μιας απόστασης με γρήγορο τρέξιμο. β. στην περιστροφική συνήθ. κίνηση του σώματος, έτσι ώστε να αποκτηθεί η κατάλληλη ταχύτητα προκειμένου να επιχειρηθεί άλμα ή ρίψη· παλμός: Ο επικοντιστής / ο τριπλουνίστας / ο δισκοβόλος πήρε ~ για την τελευταία του προσπάθεια. ΦΡ παίρ νω ~, παίρνω θάρρος, ξεκινώ ορμητικά: Πήρε ~ κι άρχισε να μιλάει χωρίς τελειωμό. Είναι ντροπαλός, μα όταν πάρει ~, δεν τον σταματάει κανείς. κόβω τη ~ κάποιου, του βάζω φραγμό, του κόβω την ορμή για ενέργειες, δραστηριότητες: Ξεκίνησε με μεγάλη διάθεση αλλά του ΄κοψαν τη ~.
[αρχ. φορά `γρήγορη κίνηση΄ με μετακ. του τόνου για διάκρ. από το φορά(;)]