Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσιολογικός -ή -ό [fisiolojikós] Ε1 : I. που υπάρχει, που συμβαίνει ή εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, σύμφωνα με τη φύση και τους κανόνες της: H ανάπτυξη του παιδιού είναι φυσιολογική. H πορεία της υπόθεσης είναι φυσιολογική. Tα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων ήταν φυσιολογικά. ~ τοκετός. Φυσιολογική εξέλιξη / φθορά. || ~ ορός, διάλυμα αλάτων μέσα σε νερό για ιατρικούς σκοπούς. II. που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιολογία: Φυσιολογικές μελέτες / έρευνες.
φυσιολογικά ΕΠIΡΡ: H κατάσταση του τραυματία εξελίσσεται ~. [λόγ. < ελνστ. φυσιολογικός `σχετικός με την έρευνα της φύσης΄ σημδ. γαλλ. physiologique < υστλατ. physiologicus < αρχ. φυσιολογικός]