Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φυγόπονος -η -ο"
1 εγγραφή
φυγόπονος -η -ο [fiγóponos] Ε5 : (λόγ.) που έχει την τάση να αποφεύγει ενέργειες ή δραστηριότητες που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· οκνηρός, τεμπέλης. ANT φιλόπονος. || (συνήθ. ως ουσ.). φυγόπονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φυγόπονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες