Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φρενήρης -ης -ες"
1 εγγραφή
φρενήρης -ης -ες [freníris] Ε11 γεν. πληθ. φρενήρων : (λόγ.) ξέφρενος2: H ~ κούρσα του ανταγωνισμού των εξοπλισμών.

[λόγ. < αρχ. φρενήρης `με σώες τις φρένες΄ παρανόηση από το φρενίτιδα & σημδ. ιταλ. frenetico < λατ. phreneticus < ελνστ. φρενητικός `που πάσχει από φρενίτιδα΄ (αρχ. φρενιτικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες