Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρενήρης -ης -ες [freníris] Ε11 γεν. πληθ. φρενήρων : (λόγ.) ξέφρενος2: H ~ κούρσα του ανταγωνισμού των εξοπλισμών.
[λόγ. < αρχ. φρενήρης `με σώες τις φρένες΄ παρανόηση από το φρενίτιδα & σημδ. ιταλ. frenetico < λατ. phreneticus < ελνστ. φρενητικός `που πάσχει από φρενίτιδα΄ (αρχ. φρενιτικός)]