Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φιλόφρων -ων -ον"
1 εγγραφή
φιλόφρων -ων -ον [filófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που τον χαρακτηρίζει φιλοφροσύνη: ~ συμπεριφορά. φιλοφρόνως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόφρων· λόγ. < αρχ. φιλοφρόνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες