Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φευγαλέος -α -ο [fevγaléos] Ε4 : που διαρκεί πάρα πολύ λίγο και ύστερα χάνεται, παύει να υπάρχει. α. σύντομος, γρήγορος: Tου έριξε μια φευγαλέα ματιά, γρήγορη και όχι προσεκτική. β. παροδικός, στιγμιαίος και ανεπαίσθητος: Φευγαλέα λύπη. ~ πόνος. γ. ασαφής, αμυδρός: Φευγαλέα εντύπωση / ανάμνηση.
φευγαλέα ΕΠIΡΡ. [φεύγ(ω) -αλέος]