Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φευγάτος -η -ο [fevγátos] Ε3 : 1. που ήδη έχει φύγει, που έχει αναχωρήσει: Έτρεξα να τον προλάβω αλλά ήταν ήδη ~. || που έχει διαφύγει, αποδράσει: H αστυνομία βρήκε την κρυψώνα του λαθρέμπορου· αυτός όμως ήταν ~. 2. (ως ουσ., προφ.) ο φευγάτος: α. αυτός που βρίσκεται, που ζει εκτός πραγματικότητας. β. τρελούτσικος, ιδιόρρυθμος.
[μσν. φευγάτος < φεύγ(ω) -άτος]