Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φίλαθλος -η -ο [fílaθlos] Ε5 : 1. που ενδιαφέρεται και παρακολουθεί συστηματικά τα αθλητικά γεγονότα και αγωνίσματα: Tο φίλαθλο κοινό / πνεύμα. Ο ~ κόσμος. 2. (ως ουσ.) α. αυτός που ενδιαφέρεται και παρακολουθεί συστηματικά τα αθλητικά γεγονότα και αγωνίσματα: Ελάχιστοι φίλαθλοι παρακολούθησαν τους αγώνες στίβου. β. ο οπαδός ενός αθλητικού συλλόγου, σωματείου: Οι φίλαθλοι του ΠAΟK / της AΕK. Συμπλοκές / επεισόδια μεταξύ φιλάθλων.
[λόγ. < ελνστ. φίλαθλος]