Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υφιστάμενος -η -ο [ifistámenos] Ε5 : (λόγ.) που υπάρχει: Εξαντλήθηκαν τα υφιστάμενα αποθέματα τροφίμων. H υφιστάμενη κατάσταση. || (ως ουσ.) ο υφιστάμενος*.
[λόγ. μπε. του ρ. υφίσταμαι]