Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "υφάλμυρος -η -ο"
1 εγγραφή
υφάλμυρος -η -ο [ifálmiros] Ε5 : (λόγ.) που έχει ελαφρά αλμυρή γεύση: Yφάλμυρο νερό.

[λόγ. < ελνστ. ὑφάλμυρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες