Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "υπεράριθμος -η -ο"
1 εγγραφή
υπεράριθμος -η -ο [iperáriθmos] Ε5 : που είναι παραπάνω από τον ορισμένο, κανονικό ή συνηθισμένο αριθμό, που περισσεύει: Δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στα λεωφορεία υπεράριθμοι επιβάτες. Tο προσωπικό που κρίνεται υπεράριθμο θα απολύεται. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ὑπεράριθμος `που ξεπερνάει τους αριθμούς΄ σημδ. αγγλ. supernumerary]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες