Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπεράριθμος -η -ο [iperáriθmos] Ε5 : που είναι παραπάνω από τον ορισμένο, κανονικό ή συνηθισμένο αριθμό, που περισσεύει: Δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στα λεωφορεία υπεράριθμοι επιβάτες. Tο προσωπικό που κρίνεται υπεράριθμο θα απολύεται. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. ὑπεράριθμος `που ξεπερνάει τους αριθμούς΄ σημδ. αγγλ. supernumerary]