Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπαίτιος -α -ο [ipétios] Ε6 : (συνήθ. ως ουσ.) αυτός στον οποίο αποδίδονται ευθύνες για την κακή έκβαση ενός γεγονότος: Tιμωρήθηκαν οι υπαίτιοι της ήττας.
[λόγ. < ελνστ. ὑπαίτιος, αρχ. σημ.: `κατηγορούμενος΄]