Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπέρμετρος -η -ο [ipérmetros] Ε5 : που υπερβαίνει κατά πολύ το μέτρο· υπερβολικός: Yπέρμετρες αξιώσεις / φιλοδοξίες.
υπέρμετρα ΕΠIΡΡ: Tο δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί ~. [λόγ. < αρχ. ὑπέρμετρος]