Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροχαρής -ής -ές [iδroxarís] Ε10 : για φυτά τα οποία ευδοκιμούν στο νερό, κοντά σε ποτάμια και λίμνες: Ο πάπυρος είναι φυτό υδροχαρές.
[λόγ. < μσν. υδροχαρής `που χαίρεται στο νερό΄ < υδρο- + -χαρής]