Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροφόρος -ος / -α -ο [iδrofóros] Ε14 : 1.που μεταφέρει νερό: Yδροφόρο πλοίο. Yδροφόροι σωλήνες. || (ως ουσ.) η υδροφόρα, υδροφόρο όχημα. 2. που περιέχει νερό: Yδροφόρα στρώματα της γης.
[λόγ. < ελνστ. ὑδροφόρος `που κουβαλάει νερό΄]