Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδάτινος -η -ο [iδátinos] Ε5 : που αποτελείται από νερό: Yδάτινες σταγόνες. Yδάτινοι όγκοι. Yδάτινο περιβάλλον. Yδάτινοι πόροι, το νερό ως στοιχείο οικονομικά εκμεταλλεύσιμο. || Yδάτινες γραμμές, διαφανείς γραμμές σε φύλλο χαρτιού.
[λόγ. < αρχ. ὑδάτινος]